simular - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

simular (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "simular" είναι ρήμα στα Ισπανικά.

Φωνητική απεικόνιση

Η φωνητική απεικόνιση της λέξης "simular" στα Ισπανικά, χρησιμοποιώντας το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο, είναι /simuˈlar/.

Σημασίες και Χρήση

Η λέξη "simular" σημαίνει "να προσποιούμαι κάτι ή να προσποιούμαι κάποιον". Χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα. Είναι μια λέξη με σχετικά συνηθισμένη χρήση στα Ισπανικά.

Χρήση σε χρόνους ρήματος

Ο ρηματικός χρόνος της λέξης "simular" σε όλους τους δυνατούς τύπους είναι: - Presente: simulo, simulas, simula, simulamos, simuláis, simulan - Pretérito imperfecto: simulaba, simulabas, simulaba, simulábamos, simulabais, simulaban - Pretérito perfecto simple: simulé, simulaste, simuló, simulamos, simulasteis, simularon - Futuro: simularé, simularás, simulará, simularemos, simularéis, simularán

Παραδείγματα

  1. Él intenta simular una sonrisa pero se nota que está triste.
    Προσπαθεί να προσποιηθεί ένα χαμόγελο αλλά φαίνεται ότι είναι λυπημένος.
  2. No deberías simular cambiar tus opiniones solo para agradar a los demás.
    Δεν πρέπει να προσποιείσαι ότι αλλάζεις τις απόψεις σου απλά για να αρέσεις σε άλλους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "simular" είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Παρακάτω παρατίθενται 5 παραδείγματα με διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιέχουν τη λέξη "simular", με τη μετάφρασή τους στα Ελληνικά: 1. Simular demencia: Προσποιείται απραξία. (Προσποιείται πως είναι άρρωστος) 2. Simular seriedad: Προσπαθεί να δείχνει σοβαρότητα. (Προσποιείται ότι είναι σοβαρός) 3. No saber simular: Δεν μπορεί να κρύψει τα συναισθήματά του. (Δεν μπορεί να προσποιηθεί) 4. Simular ignorancia: Κάνει πως δεν γνωρίζει κάτι. (Προσποιείται την άγνοια) 5. Simular interés: Δείχνει ενδιαφέρον χωρίς να το νιώθει. (Προσποιείται το ενδιαφέρον)

Ετυμολογία

Η λέξη "simular" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "simulare", που σημαίνει "να προσομοιώνω ή να προσποιούμαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: εξομοιώνω, μιμούμαι, ψευδαίνω
Αντώνυμα: αποκαλύπτω, αποκαλώ, εκθέτω