Η λέξη "sobrepeso" είναι ένα ουσιαστικό.
/sobreˈpeso/
Η λέξη "sobrepeso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση του να έχει κανείς βάρος πάνω από το φυσιολογικό ή το υγιές επίπεδο για το ύψος του. Συνήθως συνδέεται με την ιατρική και τη διατροφή, και αναφέρεται σε άτομα που έχουν δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο από 25. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές συνομιλίες όσον αφορά θέματα υγείας και διατροφής.
Η παχυσαρκία είναι πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Dietas equilibradas pueden ayudar a reducir el sobrepeso.
Οι ισορροπημένες δίαιτες μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του υπερβολικού βάρους.
El médico le recomendó a su paciente que hiciera ejercicio para combatir el sobrepeso.
Η λέξη "sobrepeso" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που αποτυπώνουν την ανησυχία για την υγεία.
Ο αγώνας κατά του υπερβολικού βάρους είναι μια πρόκληση για πολλές ανθρώπους.
El sobrepeso puede acarrear problemas de salud a largo plazo.
Η παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας μακροπρόθεσμα.
Lograr un peso saludable es mejor que vivir con el sobrepeso.
Να αποκτήσει κανείς ένα υγιές βάρος είναι καλύτερο από το να ζει με υπερβολικό βάρος.
La sociedad actual tiende a ignorar los peligros del sobrepeso.
Η λέξη "sobrepeso" προέρχεται από τα ισπανικά, είναι αποτέλεσμα της συγχώνευσης των λέξεων "sobre" (πάνω) και "peso" (βάρος), υποδηλώνοντας έτσι "βάρος που υπερβαίνει την κανονική τιμή".
Συνώνυμα: - Obesidad (παχυσαρκία) - Exceso de peso (υπερβολικό βάρος)
Αντώνυμα: - Peso saludable (υγιές βάρος) - Delgadez (λεπτότητα)