Το "sobresaliente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "sobresaliente" στα διεθνή φωνητικά σύμβολα (IPA) είναι /so.βɾe.saˈljente/.
Η λέξη "sobresaliente" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, την ικανότητά του ή την απόδοσή του. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα, για να υποδείξει επιτυχία ή εξαιρετική απόδοση. Είναι πολύ διαδεδομένη και συχνή, κυρίως στον τομέα των σπουδών και της εργασίας.
Η σχολική του απόδοση ήταν εξαιρετική.
El proyecto fue sobresaliente y recibió excelentes críticas.
Το έργο ήταν προεξέχον και έλαβε εξαιρετικές κριτικές.
Tuvieron un desempeño sobresaliente en la competencia.
Η λέξη "sobresaliente" χρησιμοποιείται και σε διάφορες idiomáticas εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα.
Έκανε μια εξαιρετική δουλειά που όλοι θαύμασαν.
Su habilidad sobresaliente en la música lo llevó a una exitosa carrera.
Η εξαιρετική του ικανότητα στη μουσική τον οδήγησε σε μια επιτυχημένη καριέρα.
Necesitamos un plan sobresaliente para resolver este problema.
Χρειαζόμαστε ένα εξαιρετικό σχέδιο για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
Ella es sobresaliente en matemáticas y siempre ayuda a sus compañeros.
Είναι εξαιρετική στα μαθηματικά και πάντα βοηθάει τους συμμαθητές της.
Su actitud sobresaliente en el trabajo le ha valido un ascenso.
Η λέξη "sobresaliente" προέρχεται από το ρήμα "sobresalir", που σημαίνει "ξεχωρίζω", και ο επιθετικός τύπος "-ente" προσθέτει την έννοια του "εκείνου που πράττει". Έτσι, "sobresaliente" σημαίνει "εκείνος που ξεχωρίζει".
Συνώνυμα: - Excepcional (εξαιρετικός) - Notable (σημαντικός) - Destacado (διακεκριμένος)
Αντώνυμα: - Mediocre (μέτριος) - Insignificante (ασήμαντος) - Ordinario (κανονικός)