Το "sobresaltar" είναι ρήμα.
/sobɾesalˈtaɾ/
Η λέξη "sobresaltar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα με την έννοια του να τονίζει ή να επισημαίνει κάτι, συχνά με σκοπό να προσελκύσει την προσοχή. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει την έννοια του να τρομάζεις ή να ανησυχείς από κάτι ξαφνικό. Η συχνότητά της χρήσης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στη γραπτή μορφή για πιο επίσημα κείμενα.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε τα κύρια σημεία της αναφοράς.
La noticia sobresaltó a todos en la sala.
Η είδηση τρόμαξε όλους στην αίθουσα.
Voy a sobresaltar los errores en el documento.
Η λέξη "sobresaltar" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Αυτός πάντα ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους στη δουλειά του.
Sobresaltar la importancia.
Είναι κρίσιμο να τονίσουμε τη σημασία της εκπαίδευσης.
Sobresaltar un detalle.
Θέλω να επισημάνω μια σημαντική λεπτομέρεια σε αυτή την ανάλυση.
Sobresaltar el peligro.
Είναι απαραίτητο να τονίσουμε τον κίνδυνο του να μην ακολουθούνται οι κανόνες ασφαλείας.
Sobresaltar una idea.
Η λέξη "sobresaltar" προέρχεται από την ένωση των λέξεων "sobre" (πάνω) και "saltar" (πηδούν, αναπηδούν). Ουσιαστικά, σημαίνει "να πηδήξεις πάνω," δηλώνοντας την ενέργεια του να κάνει κάτι πιο προφανές ή να αιφνιδιάσει.
Συνώνυμα: - destacar (τονίζω) - resaltar (επισημαίνω)
Αντώνυμα: - ocultar (κρύβω) - minimizar (μειώνω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "sobresaltar" στην ισπανική γλώσσα.