sobresaltarse: ρήμα.
/soβɾeˈsaltarse/
Η λέξη sobresaltarse χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίδραση κάποιου σε μια ξαφνική ή αναπάντεχη κατάσταση, συνήθως με φόβο ή έκπληξη. Είναι αρκετά συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό πλαίσιο. Η χρήση της είναι πιο διαδεδομένη σε καθημερινές συζητήσεις, όπου οι άνθρωποι αναφέρονται σε καταστάσεις που προκαλούν ξαφνιάσματα ή ανησυχία.
Me sobresalté cuando escuché el trueno.
(Ξαφνιάστηκα όταν άκουσα τον κεραυνό.)
Ella se sobresaltó al ver la sombra pasar.
(Αυτή τρομάξε όταν είδε τη σκιά να περνάει.)
Los niños se sobresaltaron con el estruendo de la explosión.
(Τα παιδιά τρομάξαν με το θόρυβο της έκρηξης.)
Η λέξη sobresaltarse μπορεί να συνδυαστεί με ορισμένες εκφράσεις που αναφέρονται σε νόημα φόβου ή αναστάτωσης.
La película era tan aterradora que me sobresalté de miedo.
(Η ταινία ήταν τόσο τρομακτική που ξαφνιάστηκα από τον φόβο.)
No me sobresalto fácilmente
(Δεν τρομάζω εύκολα)
Soy una persona valiente, no me sobresalto fácilmente.
(Είμαι θαρραλέος άνθρωπος, δεν τρομάζω εύκολα.)
Sobresaltarse por un susto
(Ξαφνιάζομαι από μια αποτυχία)
Η λέξη προέρχεται από το πρόθημα sobre-, που σημαίνει "πάνω" ή "υπερ", και το ρήμα saltar, που σημαίνει "πηδώ". Η σύνθεση αναφέρεται σε "πήδημα από πάνω", υποδηλώνοντας μια ξαφνική αντίδραση ή αλλαγή κατάσταση.
Συνώνυμα: - asustarse - escandalizarse
Αντώνυμα: - tranquilizarse - serenarse