Sobresalto είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /so.βɾeˈsal.to/.
Η λέξη sobresalto χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει μια ξαφνική ή αιφνίδια αντίδραση ή αίσθηση, όπως είναι η ταραχή ή η έκπληξη. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερα σε συναισθηματικά φορτισμένα πλαίσια ή σε λογοτεχνικά κείμενα.
El sobresalto me hizo saltar de la silla.
(Η έκρηξη με έκανε να πηδήξω από την καρέκλα.)
Sentí un sobresalto cuando escuché el trueno.
(Ένιωσα μια ταραχή όταν άκουσα την βροντή.)
Η λέξη sobresalto χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Tener un sobresalto de alegría.
(Να νιώθεις μια έκπληξη από χαρά.)
Sufrir un sobresalto emocional.
(Να υποστείς μια συναισθηματική ταραχή.)
Causar un sobresalto en la reunión.
(Να προκαλέσει έκπληξη στη συνάντηση.)
Mi corazón dio un sobresalto al verlo.
(Η καρδιά μου έκανε μια ταραχή όταν τον είδα.)
El sobresalto de la noticia sorprendió a todos.
(Η ταραχή από την είδηση εξέπληξε όλους.)
Η λέξη sobresalto προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "sobresaltar", που σημαίνει "να προκαλείς έκπληξη" ή "να τρομάζεις". Το ρίζωμα "salto" αναφέρεται στο "πηδώντας" ή "ταραγμένο".
Συνώνυμα: - Sorpresa (έκπληξη) - Estremecimiento (ταραχή) - Desasosiego (αναστάτωση)
Αντώνυμα: - Calma (ηρεμία) - Tranquilidad (ηρεμία) - Sosegado (ήρεμος)