sobreseimiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

sobreseimiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "sobresimiento" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

/sobreseimen̪to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "sobresimiento" αναφέρεται στη νομική διαδικασία κατά την οποία ένας δικαστής αποφασίζει να σταματήσει ή να τερματίσει μια ποινική υπόθεση, είτε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων είτε επειδή δεν υπάρχουν βάσιμες κατηγορίες. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα του ποινικού δικαίου.

Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο σύνηθες σε γραπτά νομικά κείμενα και λιγότερο σε προφορικούς διαλόγους.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El juez decidió el sobresimiento del caso por falta de pruebas.
    Ο δικαστής αποφάσισε την αναστολή της υπόθεσης λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

  2. El abogado solicitó el sobresimiento en nombre de su cliente.
    Ο δικηγόρος ζήτησε την αναστολή εκ μέρους του πελάτη του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "sobresimiento" δεν είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά συνδυάζεται με ορισμένες νομικές φράσεις που εκφράζουν την έννοια της διακοπής ή τερματισμού μιας διαδικασίας, κατά κύριο λόγο στον ποινικό τομέα.

  1. "La determinación de sobresimiento es definitiva."
    Η απόφαση για αναστολή είναι οριστική.

  2. "Un sobresimiento puede ser apelado por la fiscalía."
    Μια αναστολή μπορεί να προσβληθεί από την κατηγορούσα αρχή.

  3. "El sobresimiento no implica la inocencia del acusado."
    Η αναστολή δεν υποδηλώνει την αθωότητα του κατηγορούμενου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα “sobreseder”, που σημαίνει "εξαιρώ" ή "σταματώ την πρόοδο". Χρησιμοποιείται φυτιχτά στη νομική γλώσσα για να δηλώσει την αναστολή μιας εκδίκασης ή την εκδίκαση μιας υπόθεσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Desestimación (απόρριψη) - Archivo (αρχειοθέτηση)

Αντώνυμα: - Acusación (κατηγορία) - Procesamiento (δίκη)



23-07-2024