Το "sobresimiento" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/sobreseimen̪to/
Το "sobresimiento" αναφέρεται στη νομική διαδικασία κατά την οποία ένας δικαστής αποφασίζει να σταματήσει ή να τερματίσει μια ποινική υπόθεση, είτε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων είτε επειδή δεν υπάρχουν βάσιμες κατηγορίες. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα του ποινικού δικαίου.
Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο σύνηθες σε γραπτά νομικά κείμενα και λιγότερο σε προφορικούς διαλόγους.
El juez decidió el sobresimiento del caso por falta de pruebas.
Ο δικαστής αποφάσισε την αναστολή της υπόθεσης λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
El abogado solicitó el sobresimiento en nombre de su cliente.
Ο δικηγόρος ζήτησε την αναστολή εκ μέρους του πελάτη του.
Η λέξη "sobresimiento" δεν είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά συνδυάζεται με ορισμένες νομικές φράσεις που εκφράζουν την έννοια της διακοπής ή τερματισμού μιας διαδικασίας, κατά κύριο λόγο στον ποινικό τομέα.
"La determinación de sobresimiento es definitiva."
Η απόφαση για αναστολή είναι οριστική.
"Un sobresimiento puede ser apelado por la fiscalía."
Μια αναστολή μπορεί να προσβληθεί από την κατηγορούσα αρχή.
"El sobresimiento no implica la inocencia del acusado."
Η αναστολή δεν υποδηλώνει την αθωότητα του κατηγορούμενου.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα “sobreseder”, που σημαίνει "εξαιρώ" ή "σταματώ την πρόοδο". Χρησιμοποιείται φυτιχτά στη νομική γλώσσα για να δηλώσει την αναστολή μιας εκδίκασης ή την εκδίκαση μιας υπόθεσης.
Συνώνυμα: - Desestimación (απόρριψη) - Archivo (αρχειοθέτηση)
Αντώνυμα: - Acusación (κατηγορία) - Procesamiento (δίκη)