Ρήμα
[sobeɾˈβinen]
Η λέξη «sobrevenir» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει ξαφνικά ή απροσδόκητα. Είναι μια πιο επίσημη λέξη που συνήθως χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα ή επίσημες συνομιλίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά μέτρια, ενώ χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Οι επιπλοκές μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή.
Es importante estar preparado para lo que pueda sobrevenir.
Είναι σημαντικό να είστε προετοιμασμένοι για ό,τι μπορεί να προκύψει.
Si no tomamos precauciones, una crisis puede sobrevenir.
Η λέξη «sobrevenir» δεν εμφανίζεται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε εκφράσεις που ενσωματώνουν την έννοιά της για απατηλές ή απροσδόκητες καταστάσεις.
Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί.
Las sorpresas a menudo sobrevienen sin aviso.
Οι εκπλήξεις συχνά προκύπτουν χωρίς προειδοποίηση.
Si no te preparas, las dificultades pueden sobrevenir.
Η λέξη «sobrevenir» προέρχεται από το ουσιαστικό «venir», που σημαίνει «έρχομαι», με το πρόθεμα «sobre-» που αποδίδει την έννοια του “πάνω από” ή “μετά”. Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει «έρχομαι πάνω» ή «συμβαίνω επιπλέον».
Συνώνυμα: - aparecer (εμφανίζω) - ocurrir (συμβαίνω)
Αντώνυμα: - desaparecer (εξαφανίζω) - evitar (αποφεύγω)