sobreviviente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sobreviviente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Sobreviviente είναι ουσιαστικό και λειτουργεί και ως επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /so.ɾe.βiˈβjen.te/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη sobreviviente χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει επιβιώσει από μια επικίνδυνη κατάσταση, όπως ατυχήματα, ασθένειες ή πολέμους. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο όταν αναφέρεται σε ανθρώπους που έχουν αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις. Στο γραπτό πλαίσιο, η λέξη χρησιμοποιείται επίσης, αλλά εμφανίζεται συχνά σε αναφορές, ειδήσεις ή ιστορίες.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El sobreviviente del accidente fue llevado al hospital rápidamente.
    (Ο επιζών του ατυχήματος μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο.)

  2. Los sobrevivientes de la tormenta están recibiendo ayuda.
    (Οι επιζώντες της καταιγίδας λαμβάνουν βοήθεια.)

  3. Es un milagro que haya tantos sobrevivientes en este desastre.
    (Είναι θαύμα που υπάρχουν τόσοι πολλοί επιζώντες σε αυτή την καταστροφή.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη sobreviviente χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που υποδηλώνουν την αντοχή και την ικανότητα για επιβίωση:

  1. Ser un sobreviviente en la vida.
    (Να είσαι επιζών στη ζωή.)

  2. Sobreviviente de mil batallas.
    (Επιζών από χιλιάδες μάχες.)

  3. El espíritu sobreviviente nunca se rinde.
    (Το επιζών πνεύμα ποτέ δεν τα παρατάει.)

  4. Como sobreviviente, tiene una historia inspiradora.
    (Ως επιζών, έχει μια εμπνευσμένη ιστορία.)

  5. El sobreviviente demostró una gran fortaleza.
    (Ο επιζών έδειξε μεγάλη αντοχή.)

Ετυμολογία

Η λέξη sobreviviente προέρχεται από το ρήμα "sobrevivir", το οποίο σημαίνει "να επιβιώσει". Η ρίζα της λέξης είναι το "vivir" (να ζει) με το πρόθεμα "sobre-" που υποδηλώνει την έννοια της επιβίωσης ή της ύπαρξης παρά τις δύσκολες συνθήκες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - sobrevivor - resistente - que ha sobrevivido

Αντώνυμα: - fallecido (αποθανών) - muerto (νεκρός)
- perdido (χαμένος)



23-07-2024