Το "sobrevolar" είναι ρήμα.
/sobeɾβoˈlaɾ/
Το "sobrevolar" σημαίνει να πετάς ή να διασχίζεις τον αέρα πάνω από κάτι. Χρησιμοποιείται συνήθως για την περιγραφή πτήσεων αεροσκαφών ή πουλιών πάνω από γη ή νερό. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα που συζητούν πτήσεις ή γεωγραφικά χαρακτηριστικά.
El avión sobrevoló la ciudad a gran altura.
(Το αεροπλάνο υπερίπτατο πάνω από την πόλη σε μεγάλο υψόμετρο.)
Las aves suelen sobrevolar el lago al amanecer.
(Τα πουλιά συνήθως υπερίπτανται πάνω από τη λίμνη την ανατολή του ηλίου.)
Το "sobrevolar" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες φράσεις:
Sobrevolar una idea.
(Να πετάξεις μια ιδέα.)
Αυτό σημαίνει να σκέφτεσαι ή να εξετάζεις μια ιδέα χωρίς να την αναλύσεις σε βάθος.
Sobrevolar los problemas.
(Να υπερίπτασαι πάνω από τα προβλήματα.)
Αυτό σημαίνει να παρακάμπτεις ή να αγνοείς τα προβλήματα.
Το ρήμα "sobrevolar" προέρχεται από τις ισπανικές λέξεις "sobre" (πάνω) και "volar" (να πετάξει).
Συνώνυμα: - Volar (να πετάω) - Parchar (να πλανώ)
Αντώνυμα:
- Aterrizar (να προσγειωθώ)
- Descender (να κατέβω)