Το "socar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
/fuˈdar/
Το "socar" σημαίνει να στηρίξεις ή να υποστηρίξεις κάτι ή κάποιον, είτε με φυσικό τρόπο είτε σε συναισθηματικό επίπεδο. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία κάποιος παρέχει βοήθεια ή στήριξη. Αρκετά συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτά κείμενα.
"Ο καπετάνιος πρέπει να στηρίξει το σκάφος με ασφάλεια."
"Es importante socar a los amigos en momentos difíciles."
Αν και η λέξη "socar" δεν είναι ευρέως διάσημη για άλλες ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που περιγράφουν τη στήριξη ή την υποστήριξη:
"Να στηρίξεις τα θεμέλια ενός καλού έργου."
"Es necesario socar a la comunidad en tiempos de crisis."
"Είναι απαραίτητο να υποστηρίξουμε την κοινότητα σε καιρούς κρίσης."
"La familia siempre soca a sus miembros."
Η προέλευση της λέξης "socar" προέρχεται από το λατινικό "suscitare", που σημαίνει "να σηκώσεις" ή "να υποστηρίξεις". Αν και η γλωσσική ρίζα προέρχεται από τα Λατινικά, η χρήση του μπορεί να διαφέρει μεταξύ των ισπανικών διαλέκτων.
Συνώνυμα: - apoyar (να υποστηρίξεις) - sostener (να κρατήσεις) - ayudar (να βοηθήσεις)
Αντώνυμα: - abandonar (να εγκαταλείψεις) - desamparar (να αφήσεις χωρίς υποστήριξη) - ignorar (να αγνοήσεις)