Η λέξη "sociable" αναφέρεται σε άτομα ή συμπεριφορές που είναι φιλικά και ανοικτά στην επικοινωνία με άλλους. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που απολαμβάνει την παρέα και την κοινωνική αλληλεπίδραση. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτός είναι πολύ κοινωνικός και πάντα έχει φίλους γύρω του.
En las fiestas, ella se vuelve más sociable y encantadora.
Η λέξη "sociable" μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, οι οποίες αναφέρονται σε κοινωνικές συμπεριφορές.
Το να είσαι κοινωνικός είναι το κλειδί για να κάνεις νέες φιλίες.
En un trabajo, ser sociable te ayuda a construir relaciones con tus compañeros.
Σε μια δουλειά, το να είσαι κοινωνικός σε βοηθά να χτίσεις σχέσεις με τους συναδέλφους σου.
Los adolescentes suelen ser más sociables durante las fiestas.
Οι έφηβοι συνήθως είναι πιο κοινωνικοί κατά τη διάρκεια των πάρτι.
Ella siempre intenta ser sociable, incluso en situaciones incómodas.
Αυτή πάντα προσπαθεί να είναι κοινωνική, ακόμα και σε άβολες καταστάσεις.
Encontrar a alguien sociable puede hacer la vida mucho más agradable.
Η λέξη "sociable" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "sociabilis", που σημαίνει "αυτός που μπορεί να γίνει συνεργάτης". Η ρίζα "socius" σημαίνει "σύντροφος" ή "συνεργάτης".