Η λέξη "socialista" είναι επίθετο και ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "socialista" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /so.θjaˈlis.ta/.
Η λέξη "socialista" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που σχετίζεται με τον σοσιαλισμό, μια πολιτική και οικονομική θεωρία που προάγει την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και την κοινωνική ισότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως στον προφορικό και γραπτό λόγο, και είναι συχνά εμφανής σε πολιτικές και κοινωνικές συζητήσεις, καθώς και σε οικονομικούς αναλύσεις.
El partido socialista ganó las elecciones.
(Το σοσιαλιστικό κόμμα κέρδισε τις εκλογές.)
La ideología socialista busca la igualdad.
(Η σοσιαλιστική ιδεολογία επιδιώκει την ισότητα.)
Los socialistas creen en un sistema más justo.
(Οι σοσιαλιστές πιστεύουν σε ένα πιο δίκαιο σύστημα.)
Η λέξη "socialista" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται μερικές προτάσεις όπου ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί:
Votar por un candidato socialista es apoyar la justicia social.
(Η ψήφος σε έναν σοσιαλιστή υποστηρίζει τη κοινωνική δικαιοσύνη.)
El discurso socialista resuena entre los jóvenes.
(Ο σοσιαλιστικός λόγος αντηχεί μεταξύ των νέων.)
Los ideales socialistas son debatidos en muchas universidades.
(Οι σοσιαλιστικοί ιδεαλισμοί συζητούνται σε πολλά πανεπιστήμια.)
Una sociedad socialista promueve el bienestar común.
(Μια σοσιαλιστική κοινωνία προάγει τη συλλογική ευημερία.)
Η λέξη "socialista" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "socialiste", η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό "socialis", που σημαίνει «κοινωνικός». Οι ρίζες της συνδέονται με τις έννοιες της κοινότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.