sociedad: ουσιαστικό
/soθjeˈðað/
Η λέξη sociedad σημαίνει την έννοια της κοινωνίας ή της κοινότητας, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε νομικές ή οικονομικές οντότητες, όπως οι εταιρείες. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη έχει ευρεία χρήση στον τομέα της κοινωνιολογίας, της νομικής και της οικονομίας, καθώς σχετίζεται με τις οργανωμένες μορφές ανθρώπινης ύπαρξης και συνεργασίας.
La sociedad moderna enfrenta muchos desafíos.
(Η σύγχρονη κοινωνία αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις.)
La sociedad anónima es un tipo de empresa.
(Η ανώνυμη εταιρεία είναι ένας τύπος επιχείρησης.)
Vivir en sociedad significa respetar las normas.
(Το να ζεις σε κοινωνία σημαίνει να σέβεσαι τους κανόνες.)
La sociedad de consumo afecta nuestras decisiones de compra.
(Η καταναλωτική κοινωνία επηρεάζει τις αγοραστικές μας αποφάσεις.)
Necesitamos construir una sociedad más inclusiva.
(Χρειαζόμαστε να χτίσουμε μια πιο περιεκτική κοινωνία.)
Las sociedades modernas deben adaptarse a los cambios tecnológicos.
(Οι σύγχρονες κοινωνίες πρέπει να προσαρμοστούν στις τεχνολογικές αλλαγές.)
Η λέξη sociedad προέρχεται από το λατινικό societas, που σημαίνει "κοινωνία" ή "σύνδεσμος", το οποίο πηγάζει από το ρήμα sociare, που σημαίνει "συνδέω" ή "συμπράττω".
Συνώνυμα: - comunidad (κοινότητα) - asociación (σύνδεσμος)
Αντώνυμα: - aislamiento (απομόνωση) - soledad (μοναξιά)
Η λέξη "sociedad" έχει σημαντική παρουσία στην κοινωνιολογία, τη νομική, και την οικονομία, κάνοντας την ανάπτυξή της και τη χρήση της σύνθετη και πλούσια σε σημασίες.