Η λέξη "socio" είναι ουσιαστικό.
[só.θjo] (σε ισπανική φωνητική)
Η λέξη "socio" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα άτομο που είναι μέλος μιας ομάδας, συλλόγου, εταιρείας ή οργανισμού. Είναι συχνά σχετική με επιχειρηματικά ή νομικά συμφραζόμενα, όπου μπορεί να αναφέρεται σε εταίρους ή συνεργάτες. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα σε συγκεκριμένα κείμενα σχετικά με τις επιχειρήσεις ή τη νομική.
(Ο συνεργάτης αποφασίζει να συμμετάσχει στο έργο.)
Todos los socios tienen voz y voto en la reunión.
(Όλοι οι εταίροι έχουν λόγο και ψήφο στη συνάντηση.)
Mi socio de negocios me ayudó a firmar el contrato.
Η λέξη "socio" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Ήταν πάντα συνεργάτης του πατέρα μου στην επιχείρηση.)
Hacer socio a alguien
(Αποφασίσαμε να κάνουμε μέλος τον νέο υπάλληλο.)
Ser socio capitalista
Η λέξη "socio" προέρχεται από το λατινικό "socius", που σημαίνει "σύντροφος" ή "μέλος".