Η λέξη "socorrer" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει να προσφέρει βοήθεια, να σώσει ή να υποστηρίξει κάποιον σε ανάγκη. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε καταστάσεις επείγουσας ανάγκης ή σε περιπτώσεις όπου η βοήθεια απαιτείται άμεσα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, με περισσότερο χρήση σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη ή τον δικαστικό τομέα.
Είναι σημαντικό να βοηθήσουμε τα θύματα ενός ατυχήματος.
El médico llegó a tiempo para socorrer al herido.
Η λέξη "socorrer" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα, συνήθως αναφερόμενη σε καταστάσεις βοήθειας ή διάσωσης.
Βοήθησέ με, σε παρακαλώ!
Siempre estamos dispuestos a socorrer a nuestros amigos en problemas.
Πάντα είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε τους φίλους μας σε δυσκολίες.
Se necesita socorro en caso de emergencias.
Χρειάζεται βοήθεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Socorrer a los necesitados es un deber moral.
Η βοήθεια στους έχοντες ανάγκη είναι ηθικό καθήκον.
En situaciones extremas, es crucial socorrer a quienes más lo necesitan.
Η λέξη "socorrer" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "sub-curre", το οποίο σημαίνει «τρέχω κάτω», υπονοώντας την έννοια της παρέμβασης ή της έγκαιρης βοήθειας.