socorrer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

socorrer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "socorrer" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει να προσφέρει βοήθεια, να σώσει ή να υποστηρίξει κάποιον σε ανάγκη. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε καταστάσεις επείγουσας ανάγκης ή σε περιπτώσεις όπου η βοήθεια απαιτείται άμεσα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, με περισσότερο χρήση σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη ή τον δικαστικό τομέα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante socorrer a las víctimas de un accidente.
  2. Είναι σημαντικό να βοηθήσουμε τα θύματα ενός ατυχήματος.

  3. El médico llegó a tiempo para socorrer al herido.

  4. Ο γιατρός έφτασε εγκαίρως για να σώσει τον τραυματία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "socorrer" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα, συνήθως αναφερόμενη σε καταστάσεις βοήθειας ή διάσωσης.

  1. ¡Socorreme, por favor!
  2. Βοήθησέ με, σε παρακαλώ!

  3. Siempre estamos dispuestos a socorrer a nuestros amigos en problemas.

  4. Πάντα είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε τους φίλους μας σε δυσκολίες.

  5. Se necesita socorro en caso de emergencias.

  6. Χρειάζεται βοήθεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

  7. Socorrer a los necesitados es un deber moral.

  8. Η βοήθεια στους έχοντες ανάγκη είναι ηθικό καθήκον.

  9. En situaciones extremas, es crucial socorrer a quienes más lo necesitan.

  10. Σε ακραίες καταστάσεις, είναι κρίσιμο να βοηθήσουμε αυτούς που το χρειάζονται περισσότερο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "socorrer" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "sub-curre", το οποίο σημαίνει «τρέχω κάτω», υπονοώντας την έννοια της παρέμβασης ή της έγκαιρης βοήθειας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024