Η λέξη "sofisticado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στην διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA): /so.fis.ti.ˈka.ðo/
Η λέξη "sofisticado" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι εκλεπτυσμένος ή σύνθετος. Σημαίνει επίσης ότι κάτι έχει περάσει από διαδικασίες που το έχουν εξελίξει ή βελτιώσει, σχεδόν πάντα σε ένα πολιτισμένο ή κομψό πλαίσιο. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La cena fue muy sofisticada, con platos gourmet y una presentación impecable.
(Το δείπνο ήταν πολύ εκλεπτυσμένο, με γκουρμέ πιάτα και άψογη παρουσίαση.)
Su estilo de vestir es siempre sofisticado y elegante.
(Το στυλ ντυσίματός της είναι πάντα εκλεπτυσμένο και κομψό.)
Necesito comprar un regalo sofisticado para su cumpleaños.
(Πρέπει να αγοράσω ένα εκλεπτυσμένο δώρο για τα γενέθλιά της.)
Η λέξη "sofisticado" μπορεί να ενταχθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Un vino sofisticado - ένα εκλεπτυσμένο κρασί.
"Este restaurante ofrece una selección de vinos sofisticados."
(Αυτό το εστιατόριο προσφέρει μια επιλογή από εκλεπτυσμένα κρασιά.)
Un diseño sofisticado - ένας εκλεπτυσμένος σχεδιασμός.
"El nuevo edificio tiene un diseño sofisticado y moderno."
(Το νέο κτίριο έχει έναν εκλεπτυσμένο και μοντέρνο σχεδιασμό.)
Una conversación sofisticada - μια εκλεπτυσμένη συζήτηση.
"Me encanta tener conversaciones sofisticadas sobre arte y filosofía."
(Μου αρέσει να έχω εκλεπτυσμένες συζητήσεις για τέχνη και φιλοσοφία.)
Un automóvil sofisticado - ένα εκλεπτυσμένο αυτοκίνητο.
"Este modelo de automóvil es sofisticado y no se parece a los demás."
(Αυτό το μοντέλο αυτοκινήτου είναι εκλεπτυσμένο και δεν μοιάζει με τα άλλα.)
Η λέξη "sofisticado" προέρχεται από το ουσιαστικό "sofisticación", που σχετίζεται με την έννοια του εκλεπτυσμένου και του περίπλοκου. Η ρίζα της μοιράζεται με το λατινικό "sophisticare", που σημαίνει "να καθιστάς κάτι σοφιστικό ή περίπλοκο".
Συνώνυμα:
- complicado (περίπλοκος)
- elegante (κομψός)
- refinado (εκλεπτυσμένος)
Αντώνυμα:
- sencillo (απλός)
- vulgar (χυδαίος)
- tosco (τραχύς)