Η λέξη "soga" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/sóɣa/
Η λέξη "soga" σημαίνει ένα λεπτό ή παχύ σκοινί, συνήθως φτιαγμένο από φυσικά ή συνθετικά υλικά και χρησιμοποιείται σε διάφορες εφαρμογές όπως στη ναυτιλία, την οικοδομή και τις καθημερινές δραστηριότητες. Είναι αρκετά συχνή στη χρήση, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
"La soga es esencial para atar las cosas en el barco."
(Το σκοινί είναι απαραίτητο για να δέσετε τα πράγματα στο πλοίο.)
"Necesito una soga más resistente para escalar la montaña."
(Χρειάζομαι ένα πιο ανθεκτικό σκοινί για να αναρριχηθώ στο βουνό.)
Η λέξη "soga" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Después de perder su trabajo, está en la soga."
(Μετά την απώλεια της δουλειάς του, είναι σε δύσκολη κατάσταση.)
"Aguantar la soga"
"Él siempre aguanta la soga cuando las cosas se complican."
(Αυτός πάντα υπομένει όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.)
"Echar la soga"
Η λέξη "soga" προέρχεται από τα λατινικά "sacra", που σημαίνει "σκοινί", και έχει διατηρήσει την έννοια της στο πέρασμα των χρόνων.
hilo (νήμα)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια αναλυτική εικόνα της λέξης "soga" και των χρήσεών της στην ισπανική γλώσσα.