Η λέξη "solana" είναι ένα ουσιαστικό.
/sola.na/
Η λέξη "solana" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν χώρο ή μια περιοχή που εκτίθεται στον ήλιο, συνήθως για την προστασία φυτών ή ανθρώπων από το κρύο. Στη γεωγραφία, μπορεί να αναφέρεται και σε περιοχές που έχουν ηλιόλουστο κλίμα. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό κείμενο.
Παραδείγματα:
- "Nos sentamos en la solana a disfrutar del sol."
(Καθίσαμε στην ηλιοφάνεια για να απολαύσουμε τον ήλιο.)
Η λέξη "solana" δεν χρησιμοποιείται γενικά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δώσει συγκεκριμένα νοήματα.
Ιδιωματικές εκφράσεις:
- "Estar en la solana" σημαίνει να βρίσκεται κάποιος σε ασφαλές και ευχάριστο μέρος.
(Είναι καλό να είσαι στην ηλιοφάνεια.)
Η λέξη "solana" προέρχεται από το λατινικό "solanus", που σημαίνει "ηλιακός". Συνδέεται με τη λέξη "sol", που στα Ισπανικά σημαίνει "ήλιος".
Συνώνυμα: - "luz solar" (ηλιακό φως) - "lugar soleado" (ηλιόλουστος τόπος)
Αντώνυμα: - "sombra" (σκιά) - "nublado" (συννεφιασμένος)
Η λέξη "solana" έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στη γλώσσα των Ισπανικών και συχνά χρησιμοποιείται σε πολιτισμικά και φυσιολατρικά συμφραζόμενα.