Το "solapado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "solapado" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /so.laˈpa.ðo/
Οι πιο κοινές μεταφράσεις του "solapado" στα ελληνικά είναι: - επικάλυψη - επικαλυμμένος - παραπλανητικός (σε μεταφορική έννοια)
Η λέξη "solapado" αναφέρεται γενικά σε κάτι που είναι επικαλυμμένο ή έχει σκεπαστεί από κάτι άλλο. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να υποδηλώσει κάτι που είναι παραπλανητικό ή κρυφό. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και αποκαλείται σε διαφορετικά πλαίσια, όπως περιγραφές αντικειμένων, σχέδια ή καταστάσεις που δεν είναι άμεσα ορατές. Ο όρος "solapado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνός στη γραπτή μορφή.
El solapado informe ocultaba información importante.
(Η επικάλυψη της έκθεσης έκρυβε σημαντικές πληροφορίες.)
Los elementos solapados en la presentación dificultaron la comprensión.
(Τα επικαλυμμένα στοιχεία στην παρουσίαση δυσκόλευαν την κατανόηση.)
El comportamiento solapado de algunas personas puede causar desconfianza.
(Η παραπλανητική συμπεριφορά ορισμένων ανθρώπων μπορεί να προκαλέσει καχυποψία.)
Η λέξη "solapado" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο άλλες λέξεις. Ωστόσο, ορισμένες φράσεις περιλαμβάνουν:
Estar solapado bajo la apariencia de amable.
(Να είναι παραπλανητικός κάτω από την εμφάνιση του ευγενικού.)
Un plan solapado para conseguir los objetivos.
(Ένα παραπλανητικό σχέδιο για να επιτευχθούν οι στόχοι.)
Es un solapado que nunca dice lo que realmente piensa.
(Είναι ένα παραπλανητικός που δεν λέει ποτέ τι πραγματικά σκέφτεται.)
Sus intenciones son solapadas, hay que tener cuidado.
(Οι προθέσεις του είναι παραπλανητικές, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.)
Η λέξη "solapado" προέρχεται από το ρήμα "solapar", το οποίο σημαίνει "να επικαλύπτω". Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το ισπανικό "solapa", που αναφέρεται στο μέρος του υφάσματος που τοποθετείται πάνω από άλλο, δηλαδή από τη διαδικασία της επικάλυψης.
Συνώνυμα:
- cubierto (καλυμμένος)
- encubierto (κρυφός)
Αντώνυμα:
- descubierto (αποκαλυμμένος)
- visible (ορατός)