Το "solapar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [solaˈpaɾ]
Η λέξη "solapar" σημαίνει να επικαλύψεις ή να βάλεις ένα πράγμα πάνω σε ένα άλλο, συχνά με έναν τρόπο που αλληλεπικαλύπτεται ή αναμιγνύεται. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η αρχιτεκτονική, η μόδα και η καθημερινή συνομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Οι δύο προγράμματα επικαλύπτονται.
En la pintura, los colores se solapan para crear nuevas tonalidades.
Στη ζωγραφική, οι χρωματισμοί επικαλύπτονται για να δημιουργήσουν νέες αποχρώσεις.
Las dos capas del vestido solapan elegantemente.
Η λέξη "solapar" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που απορρέουν από την έννοια της επικαλύψεως.
(Χρησιμοποιείται όταν οι ευθύνες δύο ατόμων ή ομάδων τείνουν να αγγίζουν η μία την άλλη.)
No podemos solapar nuestras actividades.
(Αυτό αναφέρεται στην ανάγκη να προγραμματίσουμε διαφορετικές δραστηριότητες χωρίς σύγκρουση.)
El trabajo solapa con mis estudios.
Η λέξη "solapar" προέρχεται από την ισπανική λέξη “solapa,” που σημαίνει "κάπα" ή "επικάλυψη", και χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την έννοια της επικαλύψεως.
Συνώνυμα: - coincidar (συμπίπτω) - superponerse (επικαλύπτομαι)
Αντώνυμα: - separar (χωρίζω) - distinguir (διακρίνω)