solar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

solar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "solar" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "solar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /soˈlaɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "solar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ό, τι σχετίζεται με τον ήλιο. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά φαινόμενα ή σε τεχνολογίες που χρησιμοποιούν τη ηλιακή ενέργεια. Η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως και στις δύο γλώσσες, και είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο, όπως σε επιστημονικές μελέτες, ενώ είναι λιγότερο κοινό οι καθημερινές προφορικές συζητήσεις.

Παρα(example)τικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Células solares son el futuro de la energía.
    (Οι ηλιακές κυψέλες είναι το μέλλον της ενέργειας.)

  2. El calentamiento global nos obliga a aprovechar la energía solar.
    (Η παγκόσμια θέρμανση μας αναγκάζει να εκμεταλλευτούμε την ηλιακή ενέργεια.)

  3. Las viviendas están adoptando cada vez más sistemas solares.
    (Τα σπίτια υιοθετούν όλο και περισσότερα ηλιακά συστήματα.)

  4. La tecnología solar puede reducir la dependencia de combustibles fósiles.
    (Η ηλιακή τεχνολογία μπορεί να μειώσει την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.)

  5. Invertir en energía solar es una decisión inteligente.
    (Η επένδυση στην ηλιακή ενέργεια είναι μια έξυπνη απόφαση.)

  6. La iluminación solar es una solución ecológica.
    (Ο ηλιακός φωτισμός είναι μια οικολογική λύση.)

  7. Los calentadores solares son eficientes para calentar agua.
    (Οι ηλιακοί θερμοσίφωνες είναι αποδοτικοί για τη θέρμανση του νερού.)

  8. La energía solar se está volviendo más asequible para todos.
    (Η ηλιακή ενέργεια γίνεται πιο προσιτή για όλους.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "solar" προέρχεται από το λατινικό "solar", που σημαίνει "από τον ήλιο", το οποίο προέρχεται από τη λέξη "sol", που σημαίνει "ήλιος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ηλιακός - ηλιοβόλος

Αντώνυμα: - νυχτερινός - σκοτεινός



22-07-2024