Η λέξη "soldado" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι [solˈðaðo].
Η λέξη "soldado" αναφέρεται σε ένα άτομο που υπηρετεί σε ένοπλες δυνάμεις, κυρίως στον στρατό. Χρησιμοποιείται ευρέως σε στρατιωτικά περιβάλλοντα και στο πλαίσιο της στρατιωτικής πειθαρχίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με πιθανώς μεγαλύτερη παρουσία σε στρατιωτικά κείμενα και αναφορές.
Ο στρατιώτης τιμήθηκε για το θάρρος του.
Los soldados están entrenando para la próxima misión.
Οι στρατιώτες προπονούνται για την επόμενη αποστολή.
Un soldado debe seguir las órdenes de su superior.
Η λέξη "soldado" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στη ισπανική γλώσσα:
Ο "ήρωας του πολέμου" είναι ένας στρατιώτης που έχει πολεμήσει με θάρρος.
"El soldado raso es la base de cualquier ejército."
Ο στρατιώτης απλός είναι η βάση κάθε στρατού.
"Soldado que huye sirve para otra batalla."
Στρατιώτης που φεύγει, εξυπηρετεί για μια άλλη μάχη.
"Un soldado nunca deja a sus compañeros."
Ένας στρατιώτης ποτέ δεν εγκαταλείπει τους συντρόφους του.
"Preparar un soldado para el combate requiere tiempo y esfuerzo."
Η προετοιμασία ενός στρατιώτη για τη μάχη απαιτεί χρόνο και προσπάθεια.
"El soldado debe estar siempre listo para la acción."
Η λέξη "soldado" προέρχεται από το λατινικό "solidatus", που σημαίνει "ενωμένος" ή "ισχυρός". Η ρίζα σχετίζεται με τη λέξη "solidus", που αναφέρεται σε έναν τύπο νομίσματος που ήταν σταθερός και αξιόπιστος, υποδηλώνοντας την αφοσίωση και την εμπιστοσύνη.
Συνώνυμα: - militar (στρατιωτικός) - guerrero (πολεμιστής)
Αντώνυμα: - civil (πολίτης) - pacifista (ειρηνιστής)