Η λέξη "soldador" είναι ουσιαστικό.
/sol.daˈðoɾ/
Η λέξη "soldador" αναφέρεται σε επαγγελματία που εκτελεί εργασίες συγκόλλησης μετάλλων, συνήθως με τη χρήση θερμότητας για να ενώσει διάφορα υλικά. Στον τομέα της μηχανολογίας και της κατασκευής, οι συγκολλητές είναι ουσιαστικοί για τη δημιουργία και επισκευή κατασκευών. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, κυρίως στο πλαίσιο της βιομηχανίας.
El soldador necesita habilidades especiales para su trabajo.
(Ο συγκολλητής χρειάζεται ειδικές ικανότητες για τη δουλειά του.)
El soldador utilizó una máquina moderna para realizar la unión de las piezas.
(Ο συγκολλητής χρησιμοποίησε μια σύγχρονη μηχανή για να πραγματοποιήσει τη σύνδεση των τμημάτων.)
Ser soldador es una profesión valorada en la industria.
(Να είσαι συγκολλητής είναι ένα επάγγελμα που εκτιμάται στη βιομηχανία.)
Η λέξη "soldador" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να περιληφθεί σε προτάσεις που αναφέρονται σε επαγγελματικά θέματα:
El trabajo del soldador es fundamental en la construcción de estructuras.
(Η δουλειά του συγκολλητή είναι θεμελιώδης στην κατασκευή δομών.)
Un buen soldador sabe cómo manejar diferentes materiales.
(Ένας καλός συγκολλητής ξέρει πώς να χειρίζεται διάφορα υλικά.)
El soldador debe seguir estrictas normas de seguridad.
(Ο συγκολλητής πρέπει να ακολουθεί αυστηρούς κανόνες ασφαλείας.)
A menudo, el soldador trabaja en condiciones difíciles.
(Συχνά, ο συγκολλητής εργάζεται υπό δύσκολες συνθήκες.)
El arte de ser soldador se aprende con la práctica.
(Η τέχνη να είσαι συγκολλητής διδάσκεται με την πρακτική.)
Se requieren años de experiencia para convertirse en un soldador experto.
(Απαιτούνται χρόνια εμπειρίας για να γίνεις ένας έμπειρος συγκολλητής.)
Η λέξη "soldador" προέρχεται από το ρήμα "soldar," που σημαίνει "συγκολλώ." Το "soldar" έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "solidare," που σημαίνει "ενώνω" ή "καθιστώ στέρεο."
Συνώνυμα: - Unión (ένωση) - Soldero (λιγότερο κοινό)
Αντώνυμα: - Desunión (διαχωρισμός) - Separador (χωριστής)