Το "soldar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /solˈðaɾ/
Η λέξη "soldar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία συγκόλλησης δύο ή περισσότερων μετάλλων ή άλλων υλικών. Είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία, την κατασκευή και την τέχνη. Στη γλώσσα των Ισπανικών, το ρήμα χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, καθώς αφορά ειδικές τεχνικές και επαγγελματικούς όρους.
Es necesario soldar las piezas para que sean más resistentes.
(Είναι απαραίτητο να συγκολλήσουμε τα κομμάτια ώστε να γίνουν πιο ανθεκτικά.)
El técnico debe soldar los cables correctamente.
(Ο τεχνικός πρέπει να συγκολλήσει σωστά τα καλώδια.)
Soldar el metal requiere habilidad y precisión.
(Η συγκόλληση του μετάλλου απαιτεί δεξιοτεχνία και ακρίβεια.)
Η λέξη "soldar" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα πλαίσια σχετίζονται με την τεχνική και τη διαδικασία συγκόλλησης.
Es un arte soldar bien.
(Είναι τέχνη να συγκολλάς καλά.)
Soldar las relaciones es importante en el trabajo.
(Η συγκόλληση των σχέσεων είναι σημαντική στη δουλειά.)
Cuando hay un problema, es mejor soldar las diferencias.
(Όταν υπάρχει πρόβλημα, είναι καλύτερο να συγκολλήσεις τις διαφορές.)
Η λέξη "soldar" προέρχεται από το λατινικό "solidare", που σημαίνει "να κάνει στέρεο" ή "να ενώνει".
Συνώνυμα: - unir (ενώνω) - juntar (συγκεντρώνω)
Αντώνυμα: - separar (χωρίζω) - desunir (διαχωρίζω)