Η λέξη "soledad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "soledad" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /soleˈðað/.
Η "soledad" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "μοναξιά".
Η λέξη "soledad" αναφέρεται στην κατάσταση της μοναξιάς, της απομόνωσης ή της απουσίας κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανικών και έχει μια συναισθηματική διάσταση που συνδέεται με το αίσθημα του χωρισμού ή της μοναξιάς. Είναι συχνά παρούσα τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα.
Hoy me siento una gran soledad.
Σήμερα νιώθω μια μεγάλη μοναξιά.
La soledad puede ser muy difícil de soportar.
Η μοναξιά μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να την αντέξει κανείς.
Η "soledad" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Vivir en soledad.
Να ζεις σε μοναξιά.
(Αυτή η έκφραση αναφέρεται στη συνθήκη του να ζει κάποιος μόνος του, μακριά από άλλους ανθρώπους.)
Sufrir de soledad.
Να υποφέρει από μοναξιά.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αισθάνεται απομονωμένος ή μόνος.)
Encontrar consuelo en la soledad.
Να βρει κανείς παρηγοριά στη μοναξιά.
(Αυτή η φράση αναφέρεται στην αναβίωση των συναισθημάτων ή στο να βρίσκει κάποιος ξεκούραση μακριά από τους άλλους.)
Soledad elegida.
Επίγεια μοναξιά.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επιλογή κάποιας να είναι μόνη, αντί να επιζητήσει κοινωνική αλληλεπίδραση.)
A veces, la soledad es un refugio.
Καμιά φορά, η μοναξιά είναι καταφύγιο.
(Αναφέρεται στην κατάσταση όπου κάποιος επιλέγει τη μοναξιά ως μέσο προστασίας από εξωτερικούς παράγοντες.)
Η λέξη "soledad" προέρχεται από το λατινικό "solitātem", που σημαίνει "μόνος, μοναχικός". Η ρίζα "solus" σημαίνει "μόνος" στο λατινικά, ενώ η θηλυκή κατάληξη "-dad" δείχνει μια ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα:
- Aislamiento (απομόνωση)
- Soledad (μοναξιά)
- Desamparo (αβοήθητη κατάσταση)
Αντώνυμα:
- Compañía (παρέα)
- Sociedad (κοινωνία)
- Asociación (συλλογικότητα)