Το "soler" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [soˈleɾ]
Το "soler" χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη συνήθεια ή την τάση να γίνεται κάτι. Χαρακτηρίζει μια συνήθη συμπεριφορά ή κάτι που συμβαίνει συχνά. Είναι πιο κοινό να το συναντάμε σε προφορικό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και σε γραπτό κείμενο.
Συνήθως πηγαίνω στο πάρκο κάθε μέρα.
Ella suele comer desayuno muy tarde.
Αυτή συνηθίζει να τρώει πρωινό πολύ αργά.
Ellos suelen ver películas los fines de semana.
Το "soler" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε αρκετές χρήσιμες εκφράσεις που σχετίζονται με συνήθειες:
Yo suelo hacer ejercicio por las mañanas.
Suele (ser) común.
En nuestra cultura, suele ser común celebrar el cumpleaños con una fiesta.
Suele haber confusión.
Η λέξη "soler" προέρχεται από το λατινικό "solēre," που σημαίνει "συνήθως" ή "να έχει την τάση."
Frecuentar
Αντώνυμα: