soler - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

soler (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "soler" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [soˈleɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "soler" χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη συνήθεια ή την τάση να γίνεται κάτι. Χαρακτηρίζει μια συνήθη συμπεριφορά ή κάτι που συμβαίνει συχνά. Είναι πιο κοινό να το συναντάμε σε προφορικό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και σε γραπτό κείμενο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Suelo ir al parque todos los días.
  2. Συνήθως πηγαίνω στο πάρκο κάθε μέρα.

  3. Ella suele comer desayuno muy tarde.

  4. Αυτή συνηθίζει να τρώει πρωινό πολύ αργά.

  5. Ellos suelen ver películas los fines de semana.

  6. Αυτοί συνήθως βλέπουν ταινίες τα σαββατοκύριακα.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "soler"

Το "soler" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε αρκετές χρήσιμες εκφράσεις που σχετίζονται με συνήθειες:

  1. Soler (hacer) algo.
  2. Σημαίνει "συνήθως (κάνω) κάτι."
  3. Yo suelo hacer ejercicio por las mañanas.

    • Εγώ συνήθως γυμνάζομαι το πρωί.
  4. Suele (ser) común.

  5. Σημαίνει "είναι συνήθως κοινό."
  6. En nuestra cultura, suele ser común celebrar el cumpleaños con una fiesta.

    • Στον πολιτισμό μας, συνήθως είναι κοινό να γιορτάζουμε τα γενέθλια με ένα πάρτι.
  7. Suele haber confusión.

  8. Σημαίνει "συνήθως υπάρχει σύγχυση."
  9. En situaciones nuevas suele haber confusión sobre las reglas.
    • Σε νέες καταστάσεις, συνήθως υπάρχει σύγχυση σχετικά με τους κανόνες.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "soler" προέρχεται από το λατινικό "solēre," που σημαίνει "συνήθως" ή "να έχει την τάση."

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024