Το "solicitante" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "solicitante" είναι /soliθiˈtante/ στην ισπανική γλώσσα.
Η λέξη "solicitante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που ζητά, αιτείται ή υποβάλλει αίτηση για κάτι (π.χ., εργασία, άδεια, υποτροφία). Είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε αιτήσεις και επίσημα έγγραφα.
Ο αιτών πρέπει να υποβάλει όλα τα απαιτούμενα έγγραφα.
La entrevista se realizará con el solicitante el próximo lunes.
Η συνέντευξη θα διεξαχθεί με τον αιτούντα την επόμενη Δευτέρα.
Todos los solicitantes recibirán una notificación por correo electrónico.
Η λέξη "solicitante" χρησιμοποιείται επίσης σε ιδιωματικές εκφράσεις για να υποδείξει ανάγκες ή εκκλήσεις των ατόμων:
"Ο αιτών δεν έχει τίποτα να χάσει."
"Como solicitante de empleo, es importante tener un buen currículum."
"Ως αιτών εργασία, είναι σημαντικό να έχεις ένα καλό βιογραφικό."
"Un solicitante serio debe prepararse bien para la entrevista."
"Ένας σοβαρός αιτών πρέπει να προετοιμαστεί καλά για τη συνέντευξη."
"El solicitante mostraba confianza durante todo el proceso."
"Ο αιτών έδειχνε αυτοπεποίθηση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας."
"Siempre hay un solicitante que destaca entre los demás."
"Πάντα υπάρχει ένας αιτών που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους."
"El solicitante se siente ansioso esperando la respuesta."
Η λέξη "solicitante" προέρχεται από το λατινικό "sollicitans", που σημαίνει "ζητώντας" ή "καλώντας προσοχή". Η ρίζα του προέρχεται από το "solicitar" που σημαίνει "να ζητάς" ή "να αιτείσαι".