Το "solicitar" είναι ρήμα.
/soliˈsitar/
Η λέξη "solicitar" σημαίνει "να ζητήσει" ή "να υποβάλει αίτηση για κάτι". Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη της ζητήσεως ή της διεκδίκησης κάποιου πράγματος, όπως υπηρεσίες ή πληροφορίες. Είναι μια λέξη μεσαίας συχνότητας στην ισπανική γλώσσα, που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε γραπτά πλαίσια όπως επιστολές ή αιτήσεις.
Voy a solicitar un préstamo en el banco.
(Θα ζητήσω ένα δάνειο στην τράπεζα.)
Ella decidió solicitar una beca para estudiar en el extranjero.
(Αυτή αποφάσισε να υποβάλει αίτηση για υποτροφία για να σπουδάσει στο εξωτερικό.)
Necesito solicitar información sobre este curso.
(Χρειάζομαι να ζητήσω πληροφορίες σχετικά με αυτό το μάθημα.)
Solicitar la palabra
(Ζητώ το λόγο)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να μιλήσει σε μια συζήτηση ή σε συνεδρίαση.
Solicitar ayuda
(Ζητώ βοήθεια)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος χρειάζεται υποστήριξη ή βοήθεια από άλλους.
Solicitar un favor
(Ζητώ μια χάρη)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητάει από κάποιον άλλο να κάνει κάτι για αυτούς.
Solicitar una cita
(Ζητώ ένα ραντεβού)
Χρησιμοποιείται συχνά όταν κάποιος θέλει να κανονίσει μια συνάντηση ή μια επίσκεψη.
Solicitar una prórroga
(Ζητώ μια παράταση)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητάει περισσότερο χρόνο για να ολοκληρώσει μια υποχρέωση.
Η λέξη "solicitar" προέρχεται από το λατινικό "sollicitare", που σημαίνει "να προκαλέσει" ή "να ζητήσει".
Συνώνυμα: - pedir (ζητώ) - demandar (απαιτώ)
Αντώνυμα: - ofrecer (προσφέρω)