Η λέξη solidaridad είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά είναι: /soliðaɾiˈðað/.
Η λέξη solidaridad αναφέρεται στην αλληλεγγύη ή τη συνεργασία μεταξύ ατόμων ή ομάδων, όταν οι άνθρωποι υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο, ειδικά σε δύσκολες καταστάσεις. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια. Τοποθετείται ενεργά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί ως πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο μέσα σε κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους.
La solidaridad entre los miembros de la comunidad es fundamental.
(Η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της κοινότητας είναι θεμελιώδης.)
Es importante promover la solidaridad en tiempos difíciles.
(Είναι σημαντικό να προάγουμε την αλληλεγγύη σε δύσκολες εποχές.)
La solidaridad internacional puede ayudar a combatir las injusticias.
(Η διεθνής αλληλεγγύη μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση των αδικιών.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη solidaridad χρησιμοποιείται συχνά σε μια σειρά ιδιωματικών εκφράσεων:
Mostrar solidaridad.
(Να δείχνετε αλληλεγγύη.)
Es esencial mostrar solidaridad con quienes sufren. (Είναι βασικό να δείχνουμε αλληλεγγύη σε αυτούς που υποφέρουν.)
Solidaridad de clase.
(Αλληλεγγύη της τάξης.)
La solidaridad de clase es importante para la lucha de los trabajadores. (Η αλληλεγγύη της τάξης είναι σημαντική για τον αγώνα των εργαζομένων.)
Solidaridad humana.
(Ανθρώπινη αλληλεγγύη.)
La solidaridad humana nos une en tiempos de crisis. (Η ανθρώπινη αλληλεγγύη μας ενώνει σε περιόδους κρίσης.)
Actos de solidaridad.
(Πράξεις αλληλεγγύης.)
Los actos de solidaridad pueden marcar la diferencia en la vida de otros. (Οι πράξεις αλληλεγγύης μπορούν να κάνουν τη διαφορά στη ζωή των άλλων.)
Red de solidaridad.
(Δίκτυο αλληλεγγύης.)
Se creó una red de solidaridad para ayudar a los afectados por el desastre. (Δημιουργήθηκε ένα δίκτυο αλληλεγγύης για να βοηθήσει τους πληγέντες από την καταστροφή.)
Η λέξη solidaridad προέρχεται από το γαλλικό solidarité, το οποίο πηγάζει από τη λέξη solidário, που σημαίνει "συνοδευτικός ή υποστηρικτικός".
Συνώνυμα: - apoyo (υποστήριξη) - cooperación (συνεργασία)
Αντώνυμα: - egoísmo (εγωισμός) - indiferencia (αδιαφορία)