"Solidario" είναι επίθετο.
/so.liˈða.ɾjo/
Η λέξη "solidario" αναφέρεται σε κάποιον που επιδεικνύει αλληλεγγύη, υποστήριξη και βοήθεια προς τους άλλους, ιδιαίτερα σε καταστάσεις ανάγκης. Χρησιμοποιείται ευρέως, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κοινωνικά και νομικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε φιλανθρωπικές ή κοινωνικές πρωτοβουλίες.
"Είναι μια αλληλέγγυα κίνηση να βοηθήσουμε τους πιο καταπονημένους."
"El programa busca fomentar actitudes solidarias en la comunidad."
"Το πρόγραμμα στοχεύει να προωθήσει αλληλέγγυες στάσεις στην κοινότητα."
"La aprobación de la ley solidaria fue un gran avance para los derechos humanos."
Η λέξη "solidario" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, εκφράζοντας αλληλεγγύη και κοινωνική ευθύνη.
"Μια αλληλέγγυα χώρα είναι αυτή που φροντίζει τους πολίτες της."
"La solidaridad no tiene fronteras."
"Η αλληλεγγύη δεν έχει σύνορα."
"Actuar de manera solidaria en tiempos de crisis es fundamental."
"Η δράση με αλληλέγγυο τρόπο σε περιόδους κρίσης είναι θεμελιώδης."
"La acción solidaria puede marcar la diferencia."
"Η αλληλέγγυα δράση μπορεί να κάνει τη διαφορά."
"Un grupo solidario se organiza para ayudar a los damnificados."
Η λέξη "solidario" προέρχεται από το λατινικό "solidarius", που σημαίνει "αλλήλων, αλληλέγγυος", που σχετίζεται με τη λέξη "solidus" που σημαίνει "στερεός" ή "σεβαστός".
Συνώνυμα: - Afectuoso (στοργικός) - Empático (ενσυναισθητικός) - Compasivo (συμπαθητικός)
Αντώνυμα: - Egoísta (εγωιστής) - Indiferente (αδιάφορος) - Individualista (ατομιστής)