Η λέξη "solidez" είναι ουσιαστικό.
/so.li.ðeθ/ ή /so.li.des/ (ανάλογα με την προφορά στην Ισπανία ή τη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "solidez" αναφέρεται στην ιδιότητα να είναι κάτι σταθερό, ισχυρό ή αξιόπιστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, περιλαμβάνοντας την τεχνική, την κατασκευή και τη γενική επικοινωνία. Η "solidez" μπορεί να αναφέρεται τόσο σε φυσικά αντικείμενα όσο και σε έννοιες, όπως η αξιοπιστία μιας επιχείρησης ή η σοβαρότητα μιας ιδέας.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, αλλά συνήθως σε γραπτές ή επίσημες συνομιλίες περισσότερο από ότι στον προφορικό λόγο.
La construcción tiene una gran solidez.
(Η κατασκευή έχει μεγάλη σταθερότητα.)
La solidez de su argumento convenció a todos.
(Η σοβαρότητα του επιχειρήματος του έπεισε όλους.)
Buscamos una empresa con solidez financiera.
(Ψάχνουμε μια επιχείρηση με χρηματοοικονομική σταθερότητα.)
Η λέξη "solidez" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Un líder necesita tener solidez de carácter para inspirar confianza.
(Ένας ηγέτης πρέπει να έχει σταθερότητα χαρακτήρα για να εμπνέει εμπιστοσύνη.)
Solidez en las decisiones
(Σταθερότητα στις αποφάσεις.)
La solidez en las decisiones es crucial para el éxito de cualquier proyecto.
(Η σταθερότητα στις αποφάσεις είναι κρίσιμη για την επιτυχία οποιουδήποτε έργου.)
Solidez estructural
(Δομική σταθερότητα.)
Η λέξη "solidez" προέρχεται από το λατινικό "soliditas", που σημαίνει "στερεότητα" ή "σταθερότητα".
Συνώνυμα:
- Estabilidad (Σταθερότητα)
- Robustez (Ικανότητα)
- Fuerza (Δύναμη)
Αντώνυμα:
- Inestabilidad (Αστάθεια)
- Fragilidad (Ευθραυστότητα)
- Debilidad (Αδυναμία)