Η λέξη "solitaria" είναι επίθετο.
/soliˈtaɾja/
Η λέξη "solitaria" προέρχεται από την ισπανική λέξη "solitario," η οποία περιγράφει κάποιον ή κάτι που είναι μόνος ή απομονωμένος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα, ζώα ή καταστάσεις όπου υπάρχει έλλειψη παρέας ή κοινωνικής σχέσης. Στην καθημερινή γλώσσα, η "solitaria" μπορεί να αναφέρεται σε άτομα που προτιμούν τη μοναχική ζωή ή σε ζώα που ζουν απομονωμένα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και ενδέχεται να είναι πιο συνηθισμένη σε λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα.
Το μοναχικό βουνό είναι ένα τέλειο μέρος για να διαλογιστείς.
Ella vive una vida solitaria, lejos de la ciudad.
Το να ζεις στη μοναξιά μπορεί να είναι δύσκολο.
El mar solitario guarda muchos secretos.
Η μοναχική θάλασσα κρατά πολλά μυστικά.
En su corazón hay un rincón solitario que nadie ha tocado.
Η λέξη "solitaria" προέρχεται από το λατινικό "solitariuus," που σημαίνει "μόνος" ή "άτομο που προτιμά τη μοναξιά."
Συνώνυμα: - sola - aislada (απομονωμένη)
Αντώνυμα: - acompañada (συντροφιά) - sociable (κοινωνική)
Αυτή η ανάλυση της λέξης "solitaria" παρέχει μια σαφή εικόνα της σημασίας και των χρήσεων της στον ισπανικό γλωσσικό χώρο.