Το "sollozar" είναι ρήμα.
Το "sollozar" αποδίδεται φωνητικά ως /soloˈθaɾ/ ή /soloˈzaɾ/ (ανάλογα με την προφορά στην Ισπανία ή τη Λατινική Αμερική).
Το "sollozar" σημαίνει να κλαίει κάποιος δυνατά, με αναστεναγμούς ή λυγμούς. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα και αποτυπώνει μια έντονη συναισθηματική αντίδραση. Είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, καθώς φέρει συναισθηματική χροιά και εκφραστικότητα.
Παραδείγματα προτάσεων:
Ella comenzó a sollozar cuando escuchó la triste noticia.
(Άρχισε να κλαίει δυνατά όταν άκουσε τα λυπητερά νέα.)
El niño sollozaba en la esquina del parque.
(Το παιδί έκλαιγε δυνατά στη γωνία του πάρκου.)
No pudo evitar sollozar al ver la película.
(Δεν μπόρεσε να αποφύγει να κλάψει δυνατά βλέποντας την ταινία.)
Η λέξη "sollozar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν συναισθήματα, κυρίως λυπημένα.
Sollozar a mares.
(Να κλαίει σαν θάλασσα.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει να κλαίει κανείς πολύ, με έντονες εκφράσεις θλίψης.
Sollozar por un amor perdido.
(Να κλαίει για μια χαμένη αγάπη.)
Η παραπάνω έκφραση περιγράφει το πένθος και την θλίψη λόγω μιας αποτυχημένης σχέσης.
No me hagas sollozar sin razón.
(Μην με κάνεις να κλαίω χωρίς λόγο.)
Δηλώνει δυσαρέσκεια για την κατάσταση που έχει προκαλέσει κλάμα χωρίς σοβαρούς λόγους.
Sollozar como un niño.
(Να κλαίει σαν παιδί.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος κλαίει με αθωότητα ή έντονα, όπως ένα παιδί.
Η λέξη "sollozar" έχει προέλευση από την Ισπανική γλώσσα και κάνει αναφορά σε συναισθηματικές εκφράσεις του ανθρώπου, ίσως συνδεόμενη με λέξεις που σημαίνουν "αναστεναγμός" ή "κλάμα".
Συνώνυμα: - lamentar (νιώθω θλίψη) - lloriquear (κλαψουρίζω)
Αντώνυμα: - reír (χαμογελώ) - sonreír (χαμογελώ)
Αυτά τα στοιχεία προσφέρουν μια συνολική εικόνα της λέξης "sollozar" στην ισπανική γλώσσα, αποτυπώνοντας τη σημασία και τις ιδιότητές της.