solo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

solo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "solo" είναι επίθετο και επιρρηματική λέξη στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈsolo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "solo" σημαίνει "μόνος" ή "μόνο". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση ύπαρξης κάποιου ή κάτι χωρίς συνοδεία ή παρουσία άλλων. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο καθημερινό προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Me siento solo en esta habitación.
    (Νιώθω μόνος σε αυτό το δωμάτιο.)

  2. Quiero comer solo esta noche.
    (Θέλω να φάω μόνος απόψε.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "solo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

Ιδιωματικές παραδείγματα

  1. Estar solo en el mundo.
    (Να είσαι μόνος στον κόσμο.)

  2. Estar solo con los pensamientos.
    (Να είσαι μόνος με τις σκέψεις σου.)

  3. Es mejor estar solo que mal acompañado.
    (Είναι καλύτερα να είσαι μόνος παρά κακά συνοδευμένος.)

  4. Hacer algo solo por tu cuenta.
    (Να κάνεις κάτι μόνος σου.)

  5. Sentirse solo en una multitud.
    (Να νιώθεις μόνος σε ένα πλήθος.)

  6. Vivir solo tiene sus ventajas.
    (Το να ζεις μόνος έχει τα πλεονεκτήματά του.)

  7. Dejar que alguien esté solo en su decisión.
    (Να αφήσεις κάποιον να είναι μόνος στην απόφασή του.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "solo" προέρχεται από το λατινικό "solus", που σημαίνει "μόνος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- único (μοναδικός)
- aislado (απομονωμένος)

Αντώνυμα:
- acompañado (συνοδευμένος)
- junto (μαζί)



22-07-2024