Το "solo" είναι επίθετο και επιρρηματική λέξη στην ισπανική γλώσσα.
/ˈsolo/
Η λέξη "solo" σημαίνει "μόνος" ή "μόνο". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση ύπαρξης κάποιου ή κάτι χωρίς συνοδεία ή παρουσία άλλων. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο καθημερινό προφορικό λόγο.
Me siento solo en esta habitación.
(Νιώθω μόνος σε αυτό το δωμάτιο.)
Quiero comer solo esta noche.
(Θέλω να φάω μόνος απόψε.)
Η λέξη "solo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Estar solo en el mundo.
(Να είσαι μόνος στον κόσμο.)
Estar solo con los pensamientos.
(Να είσαι μόνος με τις σκέψεις σου.)
Es mejor estar solo que mal acompañado.
(Είναι καλύτερα να είσαι μόνος παρά κακά συνοδευμένος.)
Hacer algo solo por tu cuenta.
(Να κάνεις κάτι μόνος σου.)
Sentirse solo en una multitud.
(Να νιώθεις μόνος σε ένα πλήθος.)
Vivir solo tiene sus ventajas.
(Το να ζεις μόνος έχει τα πλεονεκτήματά του.)
Dejar que alguien esté solo en su decisión.
(Να αφήσεις κάποιον να είναι μόνος στην απόφασή του.)
Η λέξη "solo" προέρχεται από το λατινικό "solus", που σημαίνει "μόνος".
Συνώνυμα:
- único (μοναδικός)
- aislado (απομονωμένος)
Αντώνυμα:
- acompañado (συνοδευμένος)
- junto (μαζί)