Η λέξη "solvente" είναι επίθ. (επίθετο). Σημαίνει «ικανός να λύσει» ή «ενεργός σε μια λύση».
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "solvente" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /solˈβen.te/
Στα Ισπανικά, η λέξη "solvente" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε μια ουσία ή σε μια κατάσταση που μπορεί να διαλύει άλλες ουσίες. Στον οικονομικό τομέα, αναφέρεται επίσης σε μια οντότητα που έχει τη δυνατότητα να καλύψει τις υποχρεώσεις της. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στις επιστημονικές και οικονομικές συζητήσεις. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Το νερό είναι ένας καθολικός διαλύτης.
Una empresa solvente siempre cumple con sus deudas.
Η λέξη "solvente" χρησιμοποιείται επίσης συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές χρήσιμες φράσεις:
Αφού πληρώσω όλα τα χρέη μου, είμαι οικονομικά σταθερός.
Solvente para los problemas.
Η νέα στρατηγική είναι λύση για τα οικονομικά προβλήματα.
Solvente en búfer.
Η λέξη "solvente" προέρχεται από το λατινικό "solvens", που σημαίνει «αυτός που λύνει» ή «αφήνει να αποδεσμευθεί».
Αυτή η ενημέρωση καλύπτει όλες τις πτυχές της λέξης "solvente" παρέχοντας περιεχόμενο για διαφορετικούς τομείς και χρήσεις.