Ρήμα (infinitivo).
/someˈteɾ.se/
Η λέξη "someterse" σημαίνει να υποβάλλεται κανείς σε κάτι, συνήθως με την έννοια του να αποδέχεται ή να υπόκειται σε κάποια διαδικασία, κανόνα ή εξουσία. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά σε νομικές και γενικές συζητήσεις.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά περισσότερο σε γραπτό συμφραζόμενο, ειδικά σε νομικά έγγραφα και διατυπώσεις.
Los ciudadanos deben someterse a la ley.
(Οι πολίτες πρέπει να υποβάλλονται στον νόμο.)
Es importante someterse a un examen médico regularmente.
(Είναι σημαντικό να υποβάλλεστε σε τακτική ιατρική εξέταση.)
El acusado decidió someterse al juicio sin presentar defensa.
(Ο κατηγορούμενος αποφάσισε να υποβληθεί στη δίκη χωρίς να παρουσιάσει υπεράσπιση.)
Η λέξη "someterse" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα:
Someterse a las autoridades.
(Να υποβάλλεται στις αρχές.)
Someterse a una prueba.
(Να υποβάλλεται σε μία δοκιμασία.)
Someterse a un tratamiento.
(Να υποβάλλεται σε θεραπεία.)
Someterse a las reglas del juego.
(Να υποβάλλεται στους κανόνες του παιχνιδιού.)
Someterse a la voluntad popular.
(Να υποβάλλεται στη λαϊκή βούληση.)
Η λέξη "someterse" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "submittere", που σημαίνει "υποβάλλω" ή "υποτάσσω".
Συνώνυμα: - Subordinarse - Aceptar - Acatar
Αντώνυμα: - Resistir - Rebelarse - Oponerse