Sometido είναι επίθετο.
[so.meˈti.ðo]
Η λέξη sometido αναφέρεται σε κάποιον που έχει υποταχθεί σε μια κατάσταση, εξουσία ή κανόνες. Στο νομικό πλαίσιο της Κόστα Ρίκα, μπορεί να αναφέρεται σε άτομα ή υποκείμενα που έχουν υποβληθεί σε νομικές διαδικασίες ή αποφάσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, και συνήθως εμφανίζεται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα.
El acusado fue sometido a juicio.
Ο κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε δίκη.
Los ciudadanos están sometidos a las leyes del país.
Οι πολίτες είναι υποταγμένοι στους νόμους της χώρας.
Ella se sintió sometida por las presiones sociales.
Αυτή ένιωσε υποταγμένη από τις κοινωνικές πιέσεις.
Η λέξη sometido χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις.
Sometido a presión
Υποταγμένος σε πίεση.
A menudo, los líderes están sometidos a presión para tomar decisiones rápidas.
(Συχνά, οι ηγέτες είναι υποταγμένοι σε πίεση για να πάρουν γρήγορες αποφάσεις.)
Sometido a juicio
Υποταγμένος σε δίκη.
En un estado de derecho, todos están sometidos a juicio si cometieron un delito.
(Σε κράτος δικαίου, όλοι είναι υποταγμένοι σε δίκη αν έχουν διαπράξει έγκλημα.)
Sometido a la autoridad
Υποταγμένος στην εξουσία.
El empleado debe estar sometido a la autoridad de su jefe.
(Ο υπάλληλος πρέπει να είναι υποταγμένος στην εξουσία του προϊσταμένου του.)
Sometido al control
Υποταγμένος στον έλεγχο.
Las empresas están sometidas al control del gobierno para cumplir con las regulaciones.
(Οι επιχειρήσεις είναι υποταγμένες στον έλεγχο της κυβέρνησης για να τηρούν τους κανονισμούς.)
Η λέξη sometido προέρχεται από το ρήμα someter, το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία υποταγής ή υποβολής κάποιου σε μια κατάσταση ή εξουσία.
Συνώνυμα: - Subyugado (υποταγμένος) - Dominado (κυριαρχούμενος)
Αντώνυμα: - Libre (ελεύθερος) - Independiente (ανεξάρτητος)