sometido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sometido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Sometido είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

[so.meˈti.ðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη sometido αναφέρεται σε κάποιον που έχει υποταχθεί σε μια κατάσταση, εξουσία ή κανόνες. Στο νομικό πλαίσιο της Κόστα Ρίκα, μπορεί να αναφέρεται σε άτομα ή υποκείμενα που έχουν υποβληθεί σε νομικές διαδικασίες ή αποφάσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, και συνήθως εμφανίζεται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El acusado fue sometido a juicio.
    Ο κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε δίκη.

  2. Los ciudadanos están sometidos a las leyes del país.
    Οι πολίτες είναι υποταγμένοι στους νόμους της χώρας.

  3. Ella se sintió sometida por las presiones sociales.
    Αυτή ένιωσε υποταγμένη από τις κοινωνικές πιέσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη sometido χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις.

  1. Sometido a presión
    Υποταγμένος σε πίεση.
    A menudo, los líderes están sometidos a presión para tomar decisiones rápidas.
    (Συχνά, οι ηγέτες είναι υποταγμένοι σε πίεση για να πάρουν γρήγορες αποφάσεις.)

  2. Sometido a juicio
    Υποταγμένος σε δίκη.
    En un estado de derecho, todos están sometidos a juicio si cometieron un delito.
    (Σε κράτος δικαίου, όλοι είναι υποταγμένοι σε δίκη αν έχουν διαπράξει έγκλημα.)

  3. Sometido a la autoridad
    Υποταγμένος στην εξουσία.
    El empleado debe estar sometido a la autoridad de su jefe.
    (Ο υπάλληλος πρέπει να είναι υποταγμένος στην εξουσία του προϊσταμένου του.)

  4. Sometido al control
    Υποταγμένος στον έλεγχο.
    Las empresas están sometidas al control del gobierno para cumplir con las regulaciones.
    (Οι επιχειρήσεις είναι υποταγμένες στον έλεγχο της κυβέρνησης για να τηρούν τους κανονισμούς.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη sometido προέρχεται από το ρήμα someter, το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία υποταγής ή υποβολής κάποιου σε μια κατάσταση ή εξουσία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Subyugado (υποταγμένος) - Dominado (κυριαρχούμενος)

Αντώνυμα: - Libre (ελεύθερος) - Independiente (ανεξάρτητος)



22-07-2024