Το "sometimiento" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "sometimiento" είναι /sometiˈmjento/.
Η λέξη "sometimiento" αναφέρεται στη διαδικασία ή κατάσταση υποταγής, όπου κάποιος ή κάτι υπακούει ή υποτάσσεται σε μια εξουσία ή σε κανόνες. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά πλαίσια για να περιγράψει την υποταγή σε νόμους ή κανονισμούς.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, με τις περισσότερες χρήσεις να παρατηρούνται σε γραπτά κείμενα, ιδίως σε νομικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
El sometimiento a las leyes es fundamental en una sociedad civilizada.
(Η υποταγή στους νόμους είναι θεμελιώδης σε μια πολιτισμένη κοινωνία.)
Su sometimiento a la autoridad le trajo muchas repercusiones.
(Η υποταγή του στην εξουσία του έφερε πολλές συνέπειες.)
Η λέξη "sometimiento" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανικό λόγο. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"El sometimiento de la voluntad personal a un grupo puede ser peligroso."
(Η υποταγή της προσωπικής βούλησης σε μια ομάδα μπορεί να είναι επικίνδυνη.)
Sometimiento al poder:
(Υποταγή στην εξουσία)
"El sometimiento al poder político es a menudo cuestionado por los ciudadanos."
(Η υποταγή στην πολιτική εξουσία αμφισβητείται συχνά από τους πολίτες.)
Sometimiento de derechos:
(Υποταγή δικαιωμάτων)
"El sometimiento de derechos fundamentales no debe ser tolerado."
(Η υποταγή θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν πρέπει να επιτρέπεται.)
El sometimiento en las relaciones:
(Η υποταγή στις σχέσεις)
Η λέξη "sometimiento" προέρχεται από το ρήμα "someter," το οποίο σημαίνει "υποτάσσω" ή "υποβάλλω." Το ρήμα "someter" έχει λατινικές ρίζες, από το λατινικό "submittĕre," που σημαίνει "υποβάλλω κάτω."
Συνώνυμα: - subordinación (υποταγή) - sumisión (υποταγή)
Αντώνυμα: - libertad (ελευθερία) - independencia (ανεξαρτησία)