Το "son" είναι ρήμα.
/son/
Το "son" είναι τρίτο πρόσωπο πληθυντικού του ρήματος "ser," που σημαίνει "είναι." Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύπαρξη, την ταυτότητα ή την κατάσταση ανθρώπων ή πραγμάτων και είναι συχνά χρήσιμο σε καθημερινές συνομιλίες. Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
Ellos son mis amigos.
(Αυτοί είναι οι φίλοι μου.)
Los estudiantes son muy inteligentes.
(Οι μαθητές είναι πολύ έξυπνοι.)
Το "son" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
¡No son horas!
(Δεν είναι ώρα!)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει κάτι πολύ αργά ή νωρίς.
Son las ocho.
(Είναι οκτώ.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ώρα.
Son cosas de la vida.
(Είναι πράγματα της ζωής.)
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε καταστάσεις που δεν μπορούμε να αποτρέψουμε.
No son palabras.
(Δεν είναι λόγια.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιοι μιλούν χωρίς να εννοούν αυτό που λένε.
Η λέξη "son" προέρχεται από το λατινικό "sunt" που είναι η τρίτη πληθυντική του ρήματος "esse," που επίσης σημαίνει "είμαι."
Συνώνυμα:
1. Están (είναι, σε συγκεκριμένες καταστάσεις)
Αντώνυμα:
1. No son (δεν είναι)
2. Son diferentes (είναι διαφορετικοί)