son - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

son (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "son" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/son/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "son" είναι τρίτο πρόσωπο πληθυντικού του ρήματος "ser," που σημαίνει "είναι." Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύπαρξη, την ταυτότητα ή την κατάσταση ανθρώπων ή πραγμάτων και είναι συχνά χρήσιμο σε καθημερινές συνομιλίες. Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Ellos son mis amigos.
    (Αυτοί είναι οι φίλοι μου.)

  2. Los estudiantes son muy inteligentes.
    (Οι μαθητές είναι πολύ έξυπνοι.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "son" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

Ετυμολογία

Η λέξη "son" προέρχεται από το λατινικό "sunt" που είναι η τρίτη πληθυντική του ρήματος "esse," που επίσης σημαίνει "είμαι."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
1. Están (είναι, σε συγκεκριμένες καταστάσεις)

Αντώνυμα:
1. No son (δεν είναι) 2. Son diferentes (είναι διαφορετικοί)



22-07-2024