Sondeo είναι ουσιαστικό.
/sonˈðeo/
Η λέξη sondeo χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει μια ερευνητική διαδικασία, συνήθως μέσω ερωτηματολογίων, για τη συλλογή δεδομένων και γνώμης από μια ομάδα ανθρώπων. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των κοινωνικών επιστημών, του marketing και της πολιτικής. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, αν και χρησιμοποιείται και στο προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
1. La encuesta de sondeo reveló que la mayoría de las personas están indecisas sobre su voto.
(Η δημοσκόπηση αποκάλυψε ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι αναποφάσιστη σχετικά με την ψήφο της.)
Η λέξη sondeo μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως αναφερόμενη σε προγραμματισμένες ή συστηματικές έρευνες.
Παραδειγματικές προτάσεις:
1. Hicieron un sondeo de opinión para conocer las expectativas del público.
(Έκαναν μια έρευνα γνώμης για να γνωρίσουν τις προσδοκίες του κοινού.)
El sondeo de mercado es fundamental para cualquier nueva estrategia comercial.
(Η έρευνα αγοράς είναι θεμελιώδης για οποιαδήποτε νέα εμπορική στρατηγική.)
Se realizó un sondeo entre los estudiantes para mejorar los servicios de la universidad.
(Πραγματοποιήθηκε μια έρευνα μεταξύ των φοιτητών για να βελτιωθούν οι υπηρεσίες του πανεπιστημίου.)
Los resultados del sondeo mostraron una clara tendencia hacia el cambio.
(Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν μια σαφή τάση προς την αλλαγή.)
Antes de lanzar el producto, es recomendable hacer un sondeo para evaluar la aceptación.
(Πριν από την κυκλοφορία του προϊόντος, είναι σκόπιμο να γίνει μια έρευνα για να αξιολογηθεί η αποδοχή του.)
El sondeo realizado en las redes sociales ayudó a comprender mejor a los consumidores.
(Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα κοινωνικά δίκτυα βοήθησε στην καλύτερη κατανόηση των καταναλωτών.)
A menudo, las empresas utilizan sondeos para ajustar sus estrategias publicitarias.
(Συχνά, οι εταιρείες χρησιμοποιούν έρευνες για να προσαρμόσουν τις διαφημιστικές τους στρατηγικές.)
El sondeo entre los empleados reveló la necesidad de cambios en la cultura organizacional.
(Η έρευνα μεταξύ των υπαλλήλων αποκάλυψε την ανάγκη για αλλαγές στην οργανωσιακή κουλτούρα.)
Η λέξη sondeo προέρχεται από το ρήμα sondear, το οποίο σημαίνει "να ερευνώ" ή "να εξετάζω". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με την έννοια της "δοκιμής" ή της "εξέτασης" ενός συγκεκριμένου θέματος.
Συνώνυμα: - encuesta (δημοσκόπηση) - investigación (έρευνα) - estudio (μελέτη)
Αντώνυμα: - ignorancia (άγνοια) - desinterés (αδιαφορία)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την λέξη sondeo στον ισπανικό και ελληνικό γλωσσικό χώρο.