Η λέξη "sonrisa" είναι ουσιαστικό.
/sonˈri.sa/
Η λέξη "sonrisa" σημαίνει "χαμόγελο" στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έκφραση του προσώπου που δείχνει ευχαρίστηση ή ευτυχία, συνήθως όταν τα χείλη ανασηκώνονται. Είναι μια πολύ συνηθισμένη λέξη στη γλώσσα και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον προφορικό.
Ella tiene una hermosa sonrisa.
(Αυτή έχει ένα όμορφο χαμόγελο.)
Su sonrisa ilumina la habitación.
(Το χαμόγελό της φωτίζει το δωμάτιο.)
Siempre me haces sonreír con tu sonrisa.
(Πάντοτε με κάνεις να χαμογελώ με το χαμόγελό σου.)
Η λέξη "sonrisa" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Una sonrisa vale más que mil palabras.
(Ένα χαμόγελο αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις.)
Deja que tu sonrisa cambie el mundo.
(Άφησε το χαμόγελό σου να αλλάξει τον κόσμο.)
La sonrisa es la luz del alma.
(Το χαμόγελο είναι το φως της ψυχής.)
Con una sonrisa, todo se soluciona.
(Με ένα χαμόγελο, λύνεται τα πάντα.)
Sonríe, que la vida es corta.
(Χαμογέλα, γιατί η ζωή είναι σύντομη.)
Una sonrisa sincera puede curar corazones.
(Ένα ειλικρινές χαμόγελο μπορεί να γιατρέψει καρδιές.)
Η λέξη "sonrisa" προέρχεται από το ρήμα "sonreír", που σημαίνει "χαμογελώ". Η ρίζα του "son-" συνδέεται με την ιδέα της ηχηρής ή ευχάριστης αντίδρασης.
Συνώνυμα: - sonrisa (χαμόγελο) - risa (γέλιο) – αν και δεν είναι ακριβώς το ίδιο, συχνά συνδέεται.
Αντώνυμα: - tristeza (λύπη) - descontento (δυσαρέσκεια)