Το "sonrojar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /son.roˈxaɾ/
Η λέξη "sonrojar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίδραση του προσώπου όταν κάτι τον κάνει να αισθανθεί ντροπή ή αμηχανία, συνήθως εκφρασμένη με το κοκκίνισμα του προσώπου. Συχνά χρησιμοποιείται σε κοινωνικές καταστάσεις ή όταν κάποιος αναφέρεται σε έναν αμήχανο ή ντροπιαστικό σχόλιο. Υπάρχει μια σχετικά ισχυρή χρήση στον προφορικό λόγο, καθώς εκφράζει αισθήματα που συχνά εκδηλώνονται σε συζητήσεις.
Cuando le dijeron que había olvidado su cumpleaños, se sonrojó.
(Όταν του είπαν ότι είχε ξεχάσει τα γενέθλιά του, κοκκίνισε.)
Ella se sonrojó al recibir el cumplido del chico.
(Αυτή κοκκίνισε όταν έλαβε το κομπλιμέντο από το αγόρι.)
Es difícil no sonrojarse en una situación tan embarazosa.
(Είναι δύσκολο να μην κοκκινίσεις σε μια τόσο αμήχανη κατάσταση.)
Η λέξη "sonrojar" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Χρήση: Ένας τρόπος να περιγράψουμε μια έντονη αίσθηση ντροπής.
No puedo evitar sonrojarme
(Δεν μπορώ να αποφύγω να κοκκινίσω.)
Χρήση: Αυτή η φράση εκφράζει ότι κάποιος δεν μπορεί να ελέγξει την αντίδρασή του.
Se sonrojó hasta la raíz del cabello
(Κοκκίνισε μέχρι τη ρίζα των μαλλιών του.)
Χρήση: Αντιπροσωπεύει μια ακραία κατάσταση κοκκινίσματος.
El cumplido lo hizo sonrojarse.
(Το κομπλιμέντο τον έκανε να κοκκινίσει.)
Χρήση: Υποδηλώνει πώς οι θετικές προσεγγίσεις μπορούν να προκαλέσουν ντροπή.
No hay nada que me haga sonrojarme más que hablar en público.
(Δεν υπάρχει τίποτα που να με κάνει να κοκκινίσω περισσότερο από το να μιλήσω δημόσια.)
Η λέξη "sonrojar" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "rubeare", που σημαίνει "να κοκκινίζεις". Εξελίχθηκε μέσω της ισπανικής γλώσσας.
Συνώνυμα:
- Ruborizar
- Enrojecer
Αντώνυμα:
- Desentonar (είμαι ήρεμος, χωρίς ντροπή)
- Desinhibirse (απελευθερώνομαι από ντροπή)