sonrojar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sonrojar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "sonrojar" είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /son.roˈxaɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "sonrojar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίδραση του προσώπου όταν κάτι τον κάνει να αισθανθεί ντροπή ή αμηχανία, συνήθως εκφρασμένη με το κοκκίνισμα του προσώπου. Συχνά χρησιμοποιείται σε κοινωνικές καταστάσεις ή όταν κάποιος αναφέρεται σε έναν αμήχανο ή ντροπιαστικό σχόλιο. Υπάρχει μια σχετικά ισχυρή χρήση στον προφορικό λόγο, καθώς εκφράζει αισθήματα που συχνά εκδηλώνονται σε συζητήσεις.

Παραδείγματα Χρήσης

  1. Cuando le dijeron que había olvidado su cumpleaños, se sonrojó.
    (Όταν του είπαν ότι είχε ξεχάσει τα γενέθλιά του, κοκκίνισε.)

  2. Ella se sonrojó al recibir el cumplido del chico.
    (Αυτή κοκκίνισε όταν έλαβε το κομπλιμέντο από το αγόρι.)

  3. Es difícil no sonrojarse en una situación tan embarazosa.
    (Είναι δύσκολο να μην κοκκινίσεις σε μια τόσο αμήχανη κατάσταση.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "sonrojar" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Sonrojarse de vergüenza
    (Κοκκινίζω από ντροπή.)
  2. Χρήση: Ένας τρόπος να περιγράψουμε μια έντονη αίσθηση ντροπής.

  3. No puedo evitar sonrojarme
    (Δεν μπορώ να αποφύγω να κοκκινίσω.)

  4. Χρήση: Αυτή η φράση εκφράζει ότι κάποιος δεν μπορεί να ελέγξει την αντίδρασή του.

  5. Se sonrojó hasta la raíz del cabello
    (Κοκκίνισε μέχρι τη ρίζα των μαλλιών του.)

  6. Χρήση: Αντιπροσωπεύει μια ακραία κατάσταση κοκκινίσματος.

  7. El cumplido lo hizo sonrojarse.
    (Το κομπλιμέντο τον έκανε να κοκκινίσει.)

  8. Χρήση: Υποδηλώνει πώς οι θετικές προσεγγίσεις μπορούν να προκαλέσουν ντροπή.

  9. No hay nada que me haga sonrojarme más que hablar en público.
    (Δεν υπάρχει τίποτα που να με κάνει να κοκκινίσω περισσότερο από το να μιλήσω δημόσια.)

  10. Χρήση: Κάνει σαφές πόσο αμήχανο μπορεί να είναι το δημόσιο λόγο για κάποιον.

Ετυμολογία

Η λέξη "sonrojar" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "rubeare", που σημαίνει "να κοκκινίζεις". Εξελίχθηκε μέσω της ισπανικής γλώσσας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Ruborizar
- Enrojecer

Αντώνυμα:
- Desentonar (είμαι ήρεμος, χωρίς ντροπή)
- Desinhibirse (απελευθερώνομαι από ντροπή)



23-07-2024