Το "sonsacar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "sonsacar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /son.saˈkaɾ/.
Το "sonsacar" σημαίνει να εξάγεις ή να αποσπάσεις κάτι, συνήθως με μια συγκεκριμένη διαδικασία. Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως όταν εξάγεις πληροφορίες από κάποιον ή αφαιρείς κάτι από μια κατάσταση. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε γραπτά κείμενα.
Είναι δύσκολο να αποσπάσεις πληροφορίες από αυτόν.
Los investigadores intentaron sonsacar datos relevantes.
Το "sonsacar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Αυτό σημαίνει ότι προσπαθείς να κάνεις κάποιον να χαμογελάσει.)
No puedo sonsacar nada de él.
(Χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι πολύ μυστικός.)
Sonsacar secretos.
Η λέξη "sonsacar" προέρχεται από την ένωση του προθετικού "son" (ήχος) και του "sacar" (να βγάζεις), που υποδηλώνει τη διαδικασία του να «βγάζεις» κάτι από το «ήχο» ή τη διάθεση κάποιου.
Obtener (λαμβάνω)
Αντώνυμα: