Sonsonete είναι ουσιαστικό.
[son.soˈnet̪e]
Sonsonete αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τύπο ποιήματος ή μελωδίας, που συνήθως χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερο ρυθμό και δομή. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε καλλιτεχνικά συμφραζόμενα, όπως η ποίηση και η μουσική. Συχνά, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, καθώς σχετίζεται με τη λογοτεχνία.
El poeta escribió un sonsonete sobre el amor.
(Ο ποιητής έγραψε ένα σονσονέτε για την αγάπη.)
En la clase de literatura, aprendimos a analizar sonsonetes.
(Στην τάξη της λογοτεχνίας, μάθαμε να αναλύουμε τα σονσονέτα.)
Su música incorpora elementos de sonsonete, lo que la hace única.
(Η μουσική της ενσωματώνει στοιχεία σονσονέτε, γεγονός που την καθιστά μοναδική.)
Η λέξη sonsonete δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδυάζεται με άλλους όρους που αφορούν τη μουσική και την ποίηση. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που μπορούν να περιληφθούν:
El sonsonete de su voz resuena en mis recuerdos.
(Ο ήχος της φωνής του αντηχεί στις μνήμες μου.)
La canción tiene un sonsonete melancólico que me toca el alma.
(Το τραγούδι έχει ένα μελαγχολικό σονσονέτε που αγγίζει την ψυχή μου.)
Me encanta el sonsonete que tienen las rimas en este poema.
(Μου αρέσει το σονσονέτε που έχουν οι συμμετρίες σε αυτό το ποίημα.)
Los sonsonetes en la poesía clásica tienen una musicalidad especial.
(Τα σονσονέτα στην κλασική ποίηση έχουν μια ειδική μελωδικότητα.)
Η λέξη sonsonete προέρχεται από το ισπανικό sonar που σημαίνει "να ηχεί". Αντικατοπτρίζει την έννοια της μουσικότητας και του ρυθμού στην ποίηση και τη μουσική.
Συνώνυμα:
- Rondó, Copla
Αντώνυμα:
- Silence (σιγή) - σε σχέση με τον ήχο που χαρακτηρίζει το ηχητικό αποτέλεσμα του σονσονέτε.
Η λέξη sonsonete έχει σημαντική θέση στον κόσμο της ισπανικής γλώσσας και τέχνης, προσδιορίζοντας μια ιδιαίτερη μορφή έκφρασης.