Η λέξη "sopa" είναι ουσιαστικό.
/só.pa/
Η λέξη "sopa" αναφέρεται κυρίως σε ένα υγρό πιάτο που παρασκευάζεται με το βράσιμο τροφίμων, συνήθως περιλαμβάνοντας νερό, κρέας ή λαχανικά, και σερβίρεται ζεστό. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορες παραλλαγές στην ισπανόφωνη κουλτούρα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν την κουζίνα και το φαγητό.
"Me gustaría una sopa de verduras, por favor."
(Θα ήθελα μια σούπα λαχανικών, παρακαλώ.)
"La sopa caliente es muy reconfortante en invierno."
(Η ζεστή σούπα είναι πολύ ανακουφιστική το χειμώνα.)
Η λέξη "sopa" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Después de perder su trabajo, se siente como si estuviera en la sopa."
(Μετά την απώλεια της δουλειάς του, αισθάνεται σαν να είναι σε δύσκολη κατάσταση.)
"Sopa de letras"
(Σαλάτα γραμμάτων ή παιχνίδι λέξεων.)
"A los niños les gusta resolver la sopa de letras en el periódico."
(Στα παιδιά τους αρέσει να λύνουν τις σαλάτες λέξεων στην εφημερίδα.)
"Aguantar como una sopa"
(Να αντέξεις πολύ.)
Η λέξη "sopa" προέρχεται από το λατινικό "supa," που σημαίνει "ρύζι ή ψωμί βυθισμένο σε ζωμό."
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "sopa" στην ισπανική γλώσσα.