sopesar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [so.peˈsaɾ]
Η λέξη "sopesar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να υποδηλώσει την πράξη του ζυγίματος ή της εκτίμησης κάποιου πράγματος, είτε κυριολεκτικά (ζυγίζοντας βάρη) είτε μεταφορικά (εκτιμώντας την αξία ή τη σημασία κάποιων θεμάτων). Ο όρος είναι συχνά χρησιμοποιούμενος τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και παρατηρείται μία ελαφριά προτίμηση στη γραπτή χρήση.
Es importante sopesar todos los riesgos antes de tomar una decisión.
(Είναι σημαντικό να αξιολογήσεις όλους τους κινδύνους πριν πάρεις μια απόφαση.)
Antes de invertir su dinero, debe sopesar las ganancias y las pérdidas.
(Πριν επενδύσεις τα χρήματά σου, πρέπει να εκτιμήσεις τα κέρδη και τις ζημίες.)
El juez tuvo que sopesar las pruebas presentadas en el juicio.
(Ο δικαστής έπρεπε να αξιολογήσει τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη δίκη.)
Η λέξη "sopesar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Es esencial sopesar las consecuencias de nuestros actos.
(Είναι ουσιαστικό να εκτιμήσουμε τις συνέπειες των πράξεών μας.)
Sopesar la situación
(Να εκτιμήσεις την κατάσταση)
Antes de actuar, es mejor sopesar la situación cuidadosamente.
(Πριν ενεργήσεις, είναι καλύτερα να αξιολογήσεις την κατάσταση προσεκτικά.)
Sopesar las opciones
(Να εκτιμήσεις τις επιλογές)
Es crucial sopesar las opciones disponibles antes de decidir.
(Είναι κρίσιμο να εκτιμήσεις τις διαθέσιμες επιλογές πριν αποφασίσεις.)
Sopesar los pros y los contras
(Να εκτιμήσεις τα υπέρ και τα κατά)
Η λέξη "sopesar" προέρχεται από το λατινικό "suppesare", το οποίο σημαίνει «να ζυγίζω κάτω» ή «να εξετάζω».
Συνώνυμα: - evaluar (εκτιμώ) - considerar (συλλαμβάνω) - valorar (αξιολογώ)
Αντώνυμα: - despreciar (παραμελώ) - ignorar (αγνοώ)