Το "soplar" είναι ρήμα.
/sopˈlaɾ/
Η λέξη "soplar" σημαίνει να φυσάς, δηλαδή να κινείς αέρα με τη βοήθεια του στόματος. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, αλλά κυρίως στον γενικό λόγο. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή λόγω των καθημερινών καταστάσεων όπου απαιτείται η ενέργεια του "φυσήματος".
Ο άνεμος φυσά απαλά στην παραλία.
Él sopló las velas de su cumpleaños.
Η λέξη "soplar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Φυσάω για να μην σβήσει. (Χρησιμοποιείται για να πει κάποιος ότι προσπαθεί να διατηρήσει κάτι ενεργό).
No soples la sopa.
Μην φυσάς τη σούπα. (Σημαίνει μην βιαστείς να κάνεις κάτι).
Sopla el viento a favor.
Φυσάει ο άνεμος υπέρ. (Σημαίνει ότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκές).
Soplar en el fuego.
Η λέξη "soplar" προέρχεται από το λατινικό "sufflāre", που σημαίνει "να φυσάω" ή "να αναπνέω".
Συνώνυμα: - inflar (να φουσκώσω) - exhalar (να εκπνεύσω)
Αντώνυμα: - aspirar (να εισπνεύσω) - contener (να συγκρατήσω)
Με αυτές τις πληροφορίες, έχετε μια πλήρη εικόνα της λέξης "soplar" καθώς και του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα.