soplillo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

soplillo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

soplillo: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/soˈplijo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη soplillo αναφέρεται σε ένα μικρό φυσητήρα ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει κάτι που φυσά είτε με φυσικό είτε με μεταφορικό τρόπο. Είναι πιο κοινή στις ομιλίες και τις εκφράσεις που σχετίζονται με κάτι ελαφρύ ή ασήμαντο. Στην Χιλή, μπορεί να εκφράσει μια απόχρωση του φαινομένου της υποτίμησης ή κάτι μη σοβαρό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El soplillo me ayudó a encender la fogata.
    (Ο φυσητήρας με βοήθησε να ανάψω τη φωτιά.)

  2. No le prestes atención a sus palabras, son solo un soplillo.
    (Μην δίνεις σημασία στα λόγια του, είναι μόνο ψιθύρισμα.)

  3. El soplillo que compré es muy útil para mis actividades al aire libre.
    (Ο φυσητήρας που αγόρασα είναι πολύ χρήσιμος για τις εξωτερικές μου δραστηριότητες.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη soplillo όχι μόνο χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά στις ισπανικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:

  1. Esa idea es solo un soplillo, no tiene fundamento.
    (Αυτή η ιδέα είναι μόνο ένα ψιθύρισμα, δεν έχει βάση.)

  2. No te dejes llevar por el soplillo de la gente; confía en ti mismo.
    (Μη σε παρασύρουν οι ψίθυροι των ανθρώπων; Εμπιστεύσου τον εαυτό σου.)

  3. En la reunión, solo hubo soplillos; nadie propuso algo serio.
    (Στη συνάντηση, υπήρχαν μόνο ψιθυρίσματα; Κανείς δεν πρότεινε κάτι σοβαρό.)

  4. A veces, lo que parece un soplillo puede tener más importancia de lo que crees.
    (Μερικές φορές, αυτό που φαίνεται ένα ψιθύρισμα μπορεί να έχει περισσότερη σημασία από ό,τι νομίζεις.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη soplillo προέρχεται από το ρήμα "soplar," που σημαίνει "φυσάω." Η προσθήκη του -illo υποδηλώνει μια μικρή μορφή ή μια diminutive διάσταση στη λέξη, δηλώνοντας κάτι μικρό ή ελαφρύ.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - soplo (φύσημα) - susurro (ψίθυρος)

Αντώνυμα: - grito (κραυγή) - silencio (σιγή)



23-07-2024