Το "sopor" είναι ουσιαστικό.
/só.poɾ/
Η λέξη "sopor" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - νάρκη - καταστολή - υπνηλία
Στα Ισπανικά, η λέξη "sopor" αναφέρεται σε μια κατάσταση εντονότερης υπνηλίας ή καταστολής, την οποία μπορεί να νιώσει κάποιος όταν είναι πολύ κουρασμένος ή υπό την επήρεια φαρμάκων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά πλαίσια ή σε περιγραφές φυσικής ή ψυχικής κατάστασης. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο γλώσσες, αν και εμφανίζεται συχνότερα σε γραπτό πλαίσιο.
El paciente estaba en un estado de sopor después de la anestesia.
(Ο ασθενής ήταν σε κατάσταση νάρκης μετά την αναισθησία.)
Sentí un sopor intenso después de la comida.
(Νιώθω μια έντονη υπνηλία μετά το φαγητό.)
El sopor de la tarde me hizo difícil concentrarme.
(Η υπνηλία του απογεύματος μου έκανε δύσκολο να συγκεντρωθώ.)
Η λέξη "sopor" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να τη συνοδεύουν, αλλά συνδέεται με καταστάσεις υπνηλίας ή αδυναμίας. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που τονίζουν τη χρήση της:
Sentirse en un sopor profundo.
(Να αισθάνεσαι σε μια βαθιά νάρκη.)
El sopor me abraza cada tarde.
(Η νάρκη με αγκαλιάζει κάθε απόγευμα.)
No puedo trabajar; el sopor me gana.
(Δεν μπορώ να δουλέψω; Η νάρκη με καταβάλλει.)
Η λέξη "sopor" προέρχεται από τα Λατινικά "sopor", το οποίο σημαίνει "ήρεμος ύπνος" ή "υπνηλία".
Συνώνυμα:
- nárcolepsia (ναρκοληψία)
- letargo (λήθαργος)
Αντώνυμα:
- vigilia (εγρήγορση)
- alerta (υποψία)